1 00:00:37,412 --> 00:00:41,291 Πότε θα ξαναϊδούμε η μια την άλλη; 2 00:00:41,375 --> 00:00:45,838 Με την ανεμοζάλη; Μ' αστραπόβροντα; 3 00:00:45,921 --> 00:00:49,258 Αφού ο κρότος παύσει. 4 00:00:49,341 --> 00:00:53,303 Κι η μάχη τελειώσει. Χάσουν ή χαθούν. 5 00:00:53,387 --> 00:00:54,805 Το μέρος πού; 6 00:00:54,888 --> 00:00:56,390 Στον λόγγο. 7 00:00:56,974 --> 00:01:00,644 Εκεί θ' απαντήσουμε τον Μάκβεθ. Εκεί θ' απαντήσουμε τον Μάκβεθ. 8 00:01:01,144 --> 00:01:05,691 Είναι τα ωραία φρίκη, και φρίκη τα καλά. 9 00:01:06,400 --> 00:01:11,196 Άνεμοι πάρτε μας, πάχνη κρύψε μας. 10 00:02:26,146 --> 00:02:27,940 Χαίρε, φίλε μου. 11 00:02:28,857 --> 00:02:32,444 Πες στον βασιλέα πώς άφησες την οχλαλοή της μάχης. 12 00:02:33,278 --> 00:02:34,655 Αμφίβολη ακόμα. 13 00:02:35,697 --> 00:02:39,535 Σαν δυο κολυμβητές που προσπαθούν αγκαλιαστοί τον άλλον ποιος να πνίξει. 14 00:02:40,369 --> 00:02:41,787 Ο άσπλαχνος Μακδόβαλδος, 15 00:02:42,371 --> 00:02:44,498 που η φύση τούτον προίκισε με όλες τις κακίες, 16 00:02:44,581 --> 00:02:46,625 έγινε ξαφνικά η πόρνη του αντάρτη. 17 00:02:47,417 --> 00:02:48,961 Μα του κάκου. 18 00:02:49,044 --> 00:02:51,922 Ο Μάκβεθ, το επίθετο γενναίος το αξίζει, 19 00:02:52,005 --> 00:02:56,343 δεν ψηφά, κραδαίνει το σπαθί του, από το αίμα της σφαγής ακόμη αχνισμένο, 20 00:02:56,426 --> 00:03:00,055 ανοίγει δρόμο, προχωρεί ώσπου τον άπιστο τον αντιμετωπίζει. ανοίγει δρόμο, προχωρεί ώσπου τον άπιστο τον αντιμετωπίζει. 21 00:03:01,473 --> 00:03:04,309 Κι αντί χαιρετισμό ή καλημέρισμά του, 22 00:03:04,393 --> 00:03:07,729 από τον ώμο στην κοιλιά τον κόπτει πέρα ως πέρα 23 00:03:07,813 --> 00:03:09,648 και στους πύργους μας στήνει την κεφαλή του. 24 00:03:10,232 --> 00:03:12,985 Ο ανδρείος ξάδελφος. Ο άξιός μου φίλος. 25 00:03:13,068 --> 00:03:14,862 Μόλις οι εχθροί τη ράχη δείξαν 26 00:03:14,945 --> 00:03:17,948 διωγμένοι απ' το σπαθί στο χέρι της ανδρείας… 27 00:03:19,283 --> 00:03:23,078 ο αρχηγός των Νορβεγών την ευκαιρία βλέπει και με ξεσκούριαστα σπαθιά 28 00:03:23,161 --> 00:03:25,414 και με συμμάχους νέους αρχίζει νέα έφοδο. 29 00:03:25,497 --> 00:03:28,292 Τον Μάκβεθ και τον Βάγκον αυτό δεν τους ετάραξε; 30 00:03:28,917 --> 00:03:29,918 Ναι. 31 00:03:31,712 --> 00:03:36,258 Όσο ταράζει το λιοντάρι ο λαγός ή αετόν σπουργίτι. 32 00:03:36,341 --> 00:03:39,011 Σαν κανόνια με διπλά γεμίσματα γεμάτα εφορμούν. 33 00:03:39,845 --> 00:03:41,138 Μα λιγοθυμώ. 34 00:03:43,515 --> 00:03:45,017 Βοήθεια γυρεύουν οι πληγές μου. 35 00:03:49,771 --> 00:03:50,939 Σωθήτω ο βασιλεύς. 36 00:03:51,857 --> 00:03:53,984 Πόθεν έρχεσαι, ω άξιέ μου θάνη; 37 00:03:54,067 --> 00:03:56,236 Από το Φάιφ, βασιλεύ, 38 00:03:56,320 --> 00:04:00,199 όπου των Νορβεγών τα φλάμπουρα δροσίζουν τον στρατό με το ανέμισμά τους. όπου των Νορβεγών τα φλάμπουρα δροσίζουν τον στρατό με το ανέμισμά τους. 39 00:04:00,282 --> 00:04:07,122 Οι Νορβεγοί με τ' άπειρά τους πλήθη και βοηθό τον άτιμο προδότη, 40 00:04:07,206 --> 00:04:10,667 τον θάνη του Καουδώρ, άρχισαν πόλεμο φρικτό. 41 00:04:11,335 --> 00:04:14,963 Αλλά ο Μάκβεθ και ο Βάγκος, γιοι της νίκης, 42 00:04:15,047 --> 00:04:17,673 ατρόμητα τον αντικρίζουν, 43 00:04:18,257 --> 00:04:23,347 στήθος με στήθος, με το σπαθί στο χέρι, έως ότου εκλόνισαν τη φλογερή ψυχή του. 44 00:04:23,430 --> 00:04:25,057 Κι εν κατακλείδι… 45 00:04:26,266 --> 00:04:27,476 είμεθα νικητές εμείς. 46 00:04:27,559 --> 00:04:28,852 Ω ευτυχία! 47 00:04:29,853 --> 00:04:33,148 Δεν θα προδώσει στο εξής του Καουδώρ ο θάνης. 48 00:04:33,232 --> 00:04:35,192 - Όχι. - Για τον θάνατό του φρόντισε ευθύς. 49 00:04:35,275 --> 00:04:36,360 Θα γίνει όπως όρισες. 50 00:04:36,443 --> 00:04:37,819 Κι ο τίτλος του Καουδώρ 51 00:04:39,071 --> 00:04:40,322 να απονεμηθεί στον Μάκβεθ. 52 00:05:14,231 --> 00:05:16,692 Πού ήσουν, αδελφή μου; 53 00:05:18,235 --> 00:05:19,862 Χοίρους έσφαζα. 54 00:05:22,072 --> 00:05:25,200 Συ, αδελφή, πού ήσουν; 55 00:05:27,536 --> 00:05:28,996 Κοίταξ' εδώ τι έχω. 56 00:05:29,496 --> 00:05:31,623 Δώσε μου να ιδώ! 57 00:05:32,624 --> 00:05:39,089 Ενός ναύτη έχω το δάκτυλο, οπού ενώ γυρνούσε εναυάγησε. 58 00:05:41,175 --> 00:05:43,802 Τύμπανα! 59 00:05:45,053 --> 00:05:46,638 Ο Μάκβεθ έρχεται! 60 00:05:47,556 --> 00:05:48,932 Ωιμέ. 61 00:05:49,766 --> 00:05:52,019 Μα προς τα εκεί θα υπάγω σ' ένα κόσκινο. 62 00:05:52,102 --> 00:05:55,981 Σαν κολοβό ποντίκι θα κάμω, και θα κάμω, και θα δείξω. 63 00:05:57,065 --> 00:06:00,652 Σαν άχυρο θα τον αποστεγνώσω. Σαν άχυρο θα τον αποστεγνώσω. 64 00:06:01,778 --> 00:06:05,365 Ο ύπνος, νύχτα ή μέρα, δεν θα έρχεται… 65 00:06:05,449 --> 00:06:08,118 Στην κουρασμένη σκέπη των βλεφάρων του. 66 00:06:08,202 --> 00:06:11,413 Σαν αφορισμένος άνθρωπος θα ζει. 67 00:06:12,206 --> 00:06:16,293 Εννιά φορές, εννιά επταήμερα 68 00:06:16,376 --> 00:06:20,380 θα λιώνει, θα στραγγίζει, θα μαραίνεται. 69 00:06:20,464 --> 00:06:24,051 Οι αδερφές οι αλλόκοτες μαζί χειροπιασμένες. 70 00:06:24,134 --> 00:06:27,346 Ταξιδεύτριες στεριάς και θάλασσας. 71 00:06:27,429 --> 00:06:30,057 Γυρνούν ολόγυρα κι ολούθε. 72 00:06:30,140 --> 00:06:33,393 Τρεις γύρους από σε και τρεις φορές εγώ. 73 00:06:33,477 --> 00:06:35,521 Και τρεις φορές ακόμη… 74 00:06:37,606 --> 00:06:38,690 Γίναν εννιά. 75 00:07:00,462 --> 00:07:01,463 Σιωπή. 76 00:07:02,714 --> 00:07:04,591 Τα μαγικά τελειώσαν. 77 00:07:09,721 --> 00:07:13,809 Δεν είδα μέρα σαν κι αυτήν, τόσο φρικτή κι ωραία. 78 00:07:15,352 --> 00:07:16,979 Πόσο να θέλει ως το Φόρες; 79 00:07:22,484 --> 00:07:25,529 Τι είν' αυτά τα όντα τ' άγρια, τα καταζαρωμένα; 80 00:07:25,612 --> 00:07:28,824 Δεν μοιάζουν κάτοικοι της γης αν και πατούν το χώμα! 81 00:07:28,907 --> 00:07:31,118 Ζείτε; Άνθρωπος μπορεί να σας λαλήσει; 82 00:07:33,078 --> 00:07:36,915 Αποκριθείτε, τούτο αν μπορείτε. Τι είστε; 83 00:07:39,209 --> 00:07:40,794 Χαίρε, ω Μάκβεθ. 84 00:07:41,420 --> 00:07:43,505 Χαίρε κι εσύ, θάνη Γλάμη. 85 00:07:43,589 --> 00:07:48,135 Χαίρε, ω Μάκβεθ. Χαίρε κι εσύ, του Καουδώρ ο θάνης! 86 00:07:50,012 --> 00:07:51,722 Χαίρε, Μάκβεθ. 87 00:07:52,681 --> 00:07:55,934 Βασιλέας στο εξής θα γένεις. 88 00:07:57,686 --> 00:08:00,772 Πλάσματα της φαντασίας είστε; Ή όντα είστε αληθινά καθώς σας βλέπω; Πλάσματα της φαντασίας είστε; Ή όντα είστε αληθινά καθώς σας βλέπω; 89 00:08:01,523 --> 00:08:03,275 Αν προβλέπετε ο χρόνος τι θα φέρει, 90 00:08:03,358 --> 00:08:06,195 εάν να πείτε δύνασθε ποιος σπόρος θα φυτρώσει, 91 00:08:06,278 --> 00:08:09,698 πείτε μου κι εμέ, που δεν γυρεύω τη χάρη ή την έχθρα σας, μα ούτε και φοβούμαι. 92 00:08:09,781 --> 00:08:12,492 Του Μάκβεθ ταπεινότερε και μεγαλύτερέ του. 93 00:08:13,243 --> 00:08:17,039 Όχι εξίσου ευτυχή, μα ευτυχέστερέ του. 94 00:08:18,248 --> 00:08:23,003 Συ θα γεννήσεις βασιλείς αν και βασιλεύς δεν θα γίνεις. 95 00:08:24,630 --> 00:08:27,049 Λοιπόν κι οι δύο χαίρετε, ο Μάκβεθ και ο Βάγκος. 96 00:08:27,132 --> 00:08:29,885 Ο Βάγκος και ο Μάκβεθ. 97 00:08:31,803 --> 00:08:33,429 Χαίρετε. 98 00:08:37,768 --> 00:08:40,020 Σταθείτε, γλώσσες σκοτεινές, κι άλλα πείτε μου. 99 00:08:41,855 --> 00:08:44,942 Του Γλάμη θάνης είμ' εγώ, αυτό το ξέρω. Μα πώς του Καουδώρ ο τίτλος; 100 00:08:45,025 --> 00:08:47,778 Ο θάνης ζει του Καουδώρ κι είναι πολύς και μέγας. 101 00:08:47,861 --> 00:08:50,656 Το δε να γίνω βασιλεύς απίθανο εξίσου. 102 00:08:50,739 --> 00:08:52,991 Πόθεν σας έρχεται εσάς η αλλόκοτη τούτη γνώση; 103 00:08:53,075 --> 00:08:57,496 Στον λόγγο αυτόν τον έρημο, τον δρόμο μας εκόψατε με προφητείες κούφιες; 104 00:09:12,427 --> 00:09:14,888 Βγάζει κι η γη, σαν το νερό κι εκείνη φουσκαλίδες. 105 00:09:14,972 --> 00:09:18,517 Φούσκες της γης ήταν κι αυτές. Τι έγιναν; Πού είναι; 106 00:09:19,226 --> 00:09:22,437 Σκόρπισε τ' άυλο κορμί τους ωσάν αχνός στον άνεμο. 107 00:09:23,480 --> 00:09:24,857 Ας έμεναν ακόμη. 108 00:09:41,164 --> 00:09:43,500 Τα όντα αυτά τα είδαμε αληθινά εμπρός μας; 109 00:09:44,418 --> 00:09:48,881 Ή φάγαμε κι οι δυο απ' το φυτό της τρέλας κι ο λογισμός εχάθη; 110 00:09:49,631 --> 00:09:51,175 Βασιλείς θα γίνουν τα παιδιά σου. 111 00:09:51,258 --> 00:09:52,968 Συ, βασιλεύς. 112 00:09:53,051 --> 00:09:56,722 Κι ο Καουδώρ προς τούτοις. Μα δεν το είπαν έτσι; 113 00:09:58,724 --> 00:10:00,684 Ολόιδια ήταν τα λόγια τους. Ολόιδια ήταν τα λόγια τους. 114 00:10:12,070 --> 00:10:17,910 Η τραγωδία του Μάκβεθ 115 00:10:19,453 --> 00:10:20,579 Ποιος πλησιάζει; 116 00:10:28,378 --> 00:10:32,883 Ο βασιλεύς με αγαλλίαση έλαβε την είδηση της νίκης σου. 117 00:10:32,966 --> 00:10:37,471 Πόση ανδρεία έδειξες στον πόλεμο θαυμάζει 118 00:10:37,554 --> 00:10:42,184 κι αρχίζει πάλι να ρωτά της μάχης τα συμβάντα. 119 00:10:42,267 --> 00:10:45,187 Μας στέλνει να σου εκφράσουμε την ευχαρίστησή του. 120 00:10:45,270 --> 00:10:48,232 Και να σε οδηγήσουμε ενώπιόν του, μα όχι ως ανταμοιβή. 121 00:10:48,315 --> 00:10:53,028 Ως πρώτο έπαινο και αμοιβή 122 00:10:53,111 --> 00:10:56,532 με διέταξε να σ' ονομάσω θάνη του Καουδώρ. 123 00:10:57,741 --> 00:11:03,247 Χαίρε, λοιπόν, συ άξιε κι ανδριωμένε θάνη. Χαίρε, λοιπόν, συ άξιε κι ανδριωμένε θάνη. 124 00:11:04,122 --> 00:11:05,290 Ο τίτλος σού ανήκει. 125 00:11:06,708 --> 00:11:08,335 Ο δαίμονας μας είπε αλήθεια; 126 00:11:08,418 --> 00:11:12,256 Ο θάνης ζει του Καουδώρ. Με ξένα στολίδια πώς με στολίζετε; 127 00:11:12,339 --> 00:11:15,509 Ναι, ζει αυτός που ήταν θάνης, 128 00:11:16,343 --> 00:11:21,932 μα η ζωή του κρίθηκε κι αξίζει να τη χάσει. 129 00:11:22,516 --> 00:11:25,769 Ή σύμμαχος των Νορβεγών, 130 00:11:25,853 --> 00:11:28,814 ή φίλος του αντάρτη και βοηθός του μυστικός, 131 00:11:28,897 --> 00:11:33,151 ή με τους δυο συγχρόνως δούλεψε τον τόπο του να βλάψει, δεν γνωρίζω. 132 00:11:33,235 --> 00:11:38,115 Μα απεδείχθη φανερά προδότης της πατρίδος. Ο ίδιος τ' ομολογεί… 133 00:11:40,492 --> 00:11:41,827 και τώρα τιμωρείται. 134 00:11:51,211 --> 00:11:52,671 Ευγνώμων για τον κόπο σας. 135 00:11:56,258 --> 00:11:58,093 Γλάμης και θάνης του Καουδώρ. 136 00:11:59,303 --> 00:12:01,722 Το μέγιστον επέρασε. Το μέγιστον επέρασε. 137 00:12:01,805 --> 00:12:03,807 Μα δεν ελπίζεις βασιλείς τα τέκνα σου να γίνουν; 138 00:12:03,891 --> 00:12:07,144 Αφού εκείνες το υποσχέθηκαν που είπαν και για με ότι Καουδώρ θα γίνω; 139 00:12:07,227 --> 00:12:11,398 Μην το πολυπιστεύεις και σου ανάψει την ψυχή το στέμμα 140 00:12:11,481 --> 00:12:13,358 και του Καουδώρ ο τίτλος. 141 00:12:13,442 --> 00:12:15,027 Κι όμως είναι παράξενο. 142 00:12:15,819 --> 00:12:18,447 Για να μας κολάσουν, συμβαίνει κάποτε, 143 00:12:19,364 --> 00:12:21,825 τα όργανα του σκότους να λέγουν την αλήθεια, 144 00:12:21,909 --> 00:12:27,039 με τα μικρά χαρίσματα μας δελεάζουν πρώτα και μας προδίδουν έπειτα. 145 00:12:34,004 --> 00:12:37,508 Αυτή η παρά φύσιν γνώση δεν μπορεί να είν' κακή, ούτε καλή να είναι. 146 00:12:39,009 --> 00:12:42,304 Κακή αν είναι, γιατί επιτυχία φέρνει ευθύς και με αλήθεια αρχίζει; 147 00:12:42,387 --> 00:12:44,556 Έγινα θάνης του Καουδώρ. 148 00:12:48,268 --> 00:12:52,731 Καλή αν είναι, γιατί ο πειρασμός αυτός με κυριεύει, της φρίκης τα μαλλιά ορθώνει 149 00:12:52,814 --> 00:12:56,610 και κάνει την καρδιά μου να βροντά εις τα πλευρά μου; 150 00:13:03,325 --> 00:13:06,078 Κάλλιο ο φόβος του παρόντος, παρά διανοήματα οικτρά. 151 00:13:06,828 --> 00:13:09,039 Ο νους μου έχει μέσα του το φάντασμα του φόνου, 152 00:13:09,122 --> 00:13:13,377 και τόσο πολύ κλονίζεται, που η ενέργεια κι η σκέψη μου σε εικασίες 153 00:13:14,169 --> 00:13:16,296 και στ' ανύπαρκτα πλανάται. 154 00:13:17,798 --> 00:13:22,553 Αν το θέλει η τύχη να βασιλέψω, ας με στέψει η τύχη η ίδια. 155 00:13:26,890 --> 00:13:28,308 Ό,τι κι αν έχει, ας συμβεί. 156 00:13:29,893 --> 00:13:32,354 Ο χρόνος κυλά αδιάκοπα, ο κόσμος να χαλάσει. 157 00:13:35,399 --> 00:13:37,693 "Με απάντησαν την ημέρα της νίκης. 158 00:13:37,776 --> 00:13:39,736 Οι ασφαλέστερες αποδείξεις μού λένε 159 00:13:39,820 --> 00:13:42,281 ότι γνωρίζουν περισσότερα από τον νου ανθρώπου. 160 00:13:42,823 --> 00:13:45,409 Κι αν μ' έκαιγε η επιθυμία να τις ρωτήσω κι άλλα, 161 00:13:45,492 --> 00:13:48,579 αέρας γίναν και εχάθησαν. 162 00:13:49,079 --> 00:13:51,248 Ενώ έμενα εκστατικός από τον θαυμασμό μου, 163 00:13:51,331 --> 00:13:56,003 του βασιλέως ήρθε μήνυμα ότι μ' αναγορεύει θάνη του Καουδώρ, 164 00:13:56,086 --> 00:13:58,922 όπως με είχαν χαιρετίσει μόλις οι τρεις αδελφές 165 00:13:59,006 --> 00:14:04,136 και με παρέπεμψαν στα μέλλοντα λέγοντας 'Χαίρε, εσύ, που βασιλεύς θα γίνεις'. και με παρέπεμψαν στα μέλλοντα λέγοντας 'Χαίρε, εσύ, που βασιλεύς θα γίνεις'. 166 00:14:06,930 --> 00:14:10,809 Αυτό θεώρησα καλό να το κοινοποιήσω εις σε, ακριβή σύντροφο των μεγαλείων μου, 167 00:14:10,893 --> 00:14:13,312 για να μη στερηθείς ό,τι σου ανήκει από τη χαρά μου, 168 00:14:13,395 --> 00:14:16,815 μη γνωρίζοντας τι μεγαλείο ακόμα σε περιμένει. 169 00:14:18,233 --> 00:14:20,444 Κρύψε αυτά εις την καρδιά σου και υγίαινε". 170 00:14:26,074 --> 00:14:29,244 Ιδού που είσαι Καουδώρ και Γλάμης. 171 00:14:29,912 --> 00:14:32,539 Και θα γενείς κι ό,τι σου έταξαν. 172 00:14:33,874 --> 00:14:35,584 Αλλά φοβούμαι τη φύση σου. 173 00:14:36,084 --> 00:14:40,714 Γεμάτη απ' το γλυκύ της ευσπλαγχνίας γάλα, δρόμο σιμότερο να πάρεις δεν σ' αφήνει. 174 00:14:42,424 --> 00:14:43,634 Τα μεγαλεία τα ποθείς. 175 00:14:43,717 --> 00:14:48,138 Φιλοδοξία έχεις, μα όχι την κακία που στον φιλόδοξο πρέπει. 176 00:14:50,015 --> 00:14:53,727 Το μεγαλείο που επιθυμείς με το καλό το θέλεις. 177 00:14:53,810 --> 00:14:58,023 Το άδικο δεν θέλεις, κι όμως το κέρδος τ' άδικο ποθείς να αποκτήσεις. 178 00:15:03,111 --> 00:15:05,113 Έλα γρήγορα εδώ, 179 00:15:06,406 --> 00:15:09,451 να χύσω την τόλμη μου μέσα στην ψυχή σου 180 00:15:09,535 --> 00:15:12,120 και να διαλύσει η γλώσσα μου 181 00:15:12,204 --> 00:15:15,624 όσα κι αν είναι εμπόδια ως τον χρυσό τον κύκλο. 182 00:15:36,311 --> 00:15:38,480 Δεν τον αποκεφάλισαν τον Καουδώρ ακόμη; 183 00:15:38,564 --> 00:15:39,606 Άρχοντά μου. 184 00:15:40,691 --> 00:15:43,277 Ένας, που παρών τον είδε να πεθαίνει, 185 00:15:43,360 --> 00:15:46,989 μου είπε ότι εκήρυξε το κρίμα του πανδήμως 186 00:15:47,072 --> 00:15:51,410 και ότι παρακάλεσε να του το συγχωρήσεις, κι απέδειξε μετάνοια μεγάλη. 187 00:15:51,493 --> 00:15:55,289 Τη ζωή του τίποτα τόσο δεν τιμά όσο ο θάνατός του. 188 00:15:55,372 --> 00:15:59,293 Απέθανε σαν άνθρωπος καλά ετοιμασμένος 189 00:15:59,376 --> 00:16:03,338 το πλέον ακριβό να το αποτινάξει ωσάν να ήταν η ζωή πράγμα χωρίς αξία. το πλέον ακριβό να το αποτινάξει ωσάν να ήταν η ζωή πράγμα χωρίς αξία. 190 00:16:04,173 --> 00:16:08,010 Τρόπος δεν βρίσκεται για την ψυχή στο πρόσωπο να φαίνεται. 191 00:16:09,761 --> 00:16:14,683 Είχα στον άνθρωπο αυτόν τυφλή εμπιστοσύνη. 192 00:16:17,227 --> 00:16:18,937 Ω ξάδελφέ μου ακριβέ. 193 00:16:20,189 --> 00:16:23,317 Το είχα βάρος στην καρδιά ότι σου είμ' αγνώμων. 194 00:16:24,651 --> 00:16:29,031 Μόνο και μόνο αυτό ήθελα, να είναι δυνατόν να σου ανταποδώσω ό,τι σου πρέπει. 195 00:16:29,114 --> 00:16:32,576 Σου χρωστώ την πίστη μου. Είναι μισθός μου αρκετός, το χρέος μου να κάνω. 196 00:16:32,659 --> 00:16:34,161 Καλώς όρισες. 197 00:16:36,622 --> 00:16:41,210 Έργο και πόθος μου είναι όπως σε πρωτοφύτευσα και να σε μεγαλώσω. 198 00:16:44,379 --> 00:16:47,466 Άξιε Βάγκε, λιγότερα δεν χρωστώ και σ' εσέ, 199 00:16:47,549 --> 00:16:49,468 κι ούτε λιγότερο ποθώ να σου το δείξω. 200 00:16:49,551 --> 00:16:52,638 Εις την καρδιά μου έλα εδώ κι εσένα να σε σφίξω. 201 00:16:52,721 --> 00:16:55,516 Εάν φυτρώσω μέσα της, δικός σου ο καρπός της. 202 00:16:55,599 --> 00:16:57,893 Απ' την πολλή της τη χαρά ξεχείλισ' η καρδιά μου, 203 00:16:57,976 --> 00:17:00,604 ξεθυμαίνει με αυτούς τους σταλαγμούς της λύπης. ξεθυμαίνει με αυτούς τους σταλαγμούς της λύπης. 204 00:17:05,108 --> 00:17:09,112 Τέκνα μου και συγγενείς και θάναι, 205 00:17:09,820 --> 00:17:11,698 και όλοι εσείς πλησίον μου, 206 00:17:11,781 --> 00:17:17,621 τη διαδοχή του θρόνου μου ορίζω εις τον πρωτότοκο, τον Μάλκολμ. 207 00:17:18,454 --> 00:17:20,457 Εις το εξής θα λέγεται 208 00:17:20,540 --> 00:17:21,791 της Κουμβερλάνδης πρίγκηψ. 209 00:17:22,542 --> 00:17:26,088 Αλλ' ασυντρόφευτον αυτόν δεν τον τιμώ και μόνον. 210 00:17:27,798 --> 00:17:32,970 Άστρα θα μοιρασθούν, σημεία ευγενείας, στα στήθη να λαμποκοπούν όσων το αξίζουν. 211 00:17:34,054 --> 00:17:36,974 Πηγαίνω εις το Ίνβερνες όπου θα με ξενίσεις. 212 00:17:38,767 --> 00:17:41,812 Τον ερχομό σου μόνος μου πηγαίνω να αναγγείλω, 213 00:17:41,895 --> 00:17:46,525 και πρώτα στη γυναίκα μου, να τη χαροποιήσω με την καλή την είδηση. 214 00:17:46,608 --> 00:17:47,985 Ακριβέ μου Καουδώρ. 215 00:17:48,068 --> 00:17:51,989 Ας πηγαίνουμε. Εκείνος πάει εμπρός με τον σκοπό να μας προϋπαντήσει. 216 00:17:52,072 --> 00:17:53,323 Τι συγγενής. 217 00:17:54,533 --> 00:17:56,034 Της Κουμβερλάνδης πρίγκηψ. 218 00:17:57,411 --> 00:18:00,205 Σ' αυτό το ανύψωμα ή θα σκοντάψω να κρημνισθώ ή θα το πηδήσω, Σ' αυτό το ανύψωμα ή θα σκοντάψω να κρημνισθώ ή θα το πηδήσω, 219 00:18:00,289 --> 00:18:02,165 γιατί τον δρόμο μού φράζει. 220 00:18:02,708 --> 00:18:04,793 Κρύψτε τη φωτιά σας, ω άστρα. 221 00:18:05,460 --> 00:18:09,173 Φως να μην ιδή τον σκοτεινό μου πόθο. 222 00:18:10,048 --> 00:18:12,551 Ο βασιλεύς έρχετ' εδώ απόψε. 223 00:18:12,634 --> 00:18:15,971 Τι λες; Τρελάθηκες; Μαζί του δεν είναι κι ο αφέντης σου; 224 00:18:16,054 --> 00:18:19,183 Αλήθεια! Ο αφέντης μου έρχετ' εδώ κι εκείνος. 225 00:18:19,266 --> 00:18:21,059 Να τρέξει γρηγορότερα επρόκαμ' ένας δούλος. 226 00:18:21,643 --> 00:18:25,314 Περιποιήσου τον καλά. Μεγάλα νέα φέρνει. 227 00:18:30,068 --> 00:18:32,279 Ακόμη ως κι ο κόρακας εβράχνιασε κι εκείνος, 228 00:18:32,362 --> 00:18:37,117 που κράζει ότι έρχεται στους πύργους μου ο Δώγκαν. 229 00:18:42,664 --> 00:18:45,918 Ελάτε σεις, δαιμόνια, που στων φονέων μου τις σκέψεις παραστέκεσθε. 230 00:18:46,710 --> 00:18:49,087 Ξεγυναικώστε με. 231 00:18:50,380 --> 00:18:55,302 Με άσπλαχνη σκληρότητα γεμίστε με από την κορφή ως τα νύχια. 232 00:18:56,512 --> 00:18:58,013 Το αίμα μου πήξτε. 233 00:18:59,014 --> 00:19:02,184 Τους δρόμους όλους φράξτε προς τη συνείδησή μου, Τους δρόμους όλους φράξτε προς τη συνείδησή μου, 234 00:19:02,267 --> 00:19:06,396 ώστε της φύσης μου ορμή ευσπλαγχνική καμιά να μην μπορεί να με κλονίσει, 235 00:19:06,480 --> 00:19:09,316 ούτε να φέρει δισταγμό εις την εκτέλεση του σχεδίου. 236 00:19:10,901 --> 00:19:13,445 Ελάτε στους μαστούς μου 237 00:19:13,529 --> 00:19:18,075 και κάνετε χολή το γάλα, εσείς του φόνου όργανα, 238 00:19:19,201 --> 00:19:23,205 όπου και αν πλανάσθε κι αόρατα συντρέχετε σ' ό,τι κακό κι αν γίνει. 239 00:19:24,289 --> 00:19:29,044 Έλα και συ, νύχτα βαθιά, σκεπάσου με της Κόλασης τον σκοτεινότερο καπνό, 240 00:19:30,003 --> 00:19:33,090 ώστε η μάχαιρά μου να μην ιδή τη μαχαιριά, 241 00:19:33,173 --> 00:19:38,095 ούτε ο Ουρανός να μην μπορεί από το πέπλο της νυκτός να μου φωνάξει "Στάσου!" 242 00:19:50,440 --> 00:19:52,568 Γλάμη ένδοξε. 243 00:19:59,199 --> 00:20:00,826 Άξιε Καουδώρ. Άξιε Καουδώρ. 244 00:20:02,995 --> 00:20:05,622 Μεγαλύτερε ακόμη κι απ' τα δυο, κατά τον χαιρετισμό εκείνον. 245 00:20:09,042 --> 00:20:12,421 Το γράμμα σου μ' εσήκωσε απ' το παρόν 246 00:20:12,504 --> 00:20:15,799 και τώρα το μέλλον προαισθάνομαι. 247 00:20:15,883 --> 00:20:17,801 Ακριβή μου αγάπη. 248 00:20:25,434 --> 00:20:27,060 Απόψε έρχεται ο Δώγκαν. 249 00:20:27,769 --> 00:20:29,229 Πότε θ' αναχωρήσει; 250 00:20:29,313 --> 00:20:31,106 Καθώς σκοπεύει, αύριο. 251 00:20:31,773 --> 00:20:34,067 Ω δεν θα ιδή ο ήλιος του αυτό το αύριο ποτέ. 252 00:20:38,906 --> 00:20:43,952 Το πρόσωπό σου είναι βιβλίο ανοικτό, όπου πράγματα αλλόκοτα μπορείς να αναγνώσεις. 253 00:20:44,912 --> 00:20:47,414 Θέλεις τον χρόνο να γελάς; Κάνε όπως ο χρόνος. 254 00:20:48,165 --> 00:20:51,001 Χαρά να λέγει η γλώσσα σου, το μάτι σου, το χέρι. 255 00:20:51,543 --> 00:20:54,796 Να φαίνεσαι σαν τ' άκακο το άνθος, πλην να 'σαι φίδι από κάτω του. 256 00:20:56,465 --> 00:20:58,383 Εκείνος που θα έρθει περίθαλψη θα λάβει. 257 00:20:58,467 --> 00:21:01,929 Να με αφήσεις μόνη μου της νύχτας τα έργα να φροντίσω. Να με αφήσεις μόνη μου της νύχτας τα έργα να φροντίσω. 258 00:21:02,638 --> 00:21:05,182 Αυτά, όλες τις μέρες και τις νύχτες μας στο μέλλον, 259 00:21:05,265 --> 00:21:08,769 θα εξασφαλίζουν και αρχή και παντοδυναμία. 260 00:21:17,236 --> 00:21:18,737 Μόνο απαθής να είσαι. 261 00:21:19,821 --> 00:21:21,990 Εάν αλλάζει η όψη σου, θα πει ότι φοβάσαι. 262 00:21:24,368 --> 00:21:25,744 Άφησε τα άλλα εις εμέ. 263 00:21:32,084 --> 00:21:34,044 Ωραίο μέρος είν' αυτό. 264 00:21:34,711 --> 00:21:38,507 Ο ελαφρός αέρας πνέει εδώ γλυκά κι ευφραίνει τις αισθήσεις. 265 00:21:40,509 --> 00:21:44,346 Και το πετροχελίδωνο, του θέρους επισκέπτης, 266 00:21:44,429 --> 00:21:46,682 μαρτυρεί με τα κτισίματά του 267 00:21:46,765 --> 00:21:49,518 ότι η πνοή των ουρανών γλυκά εδώ μυρίζει. 268 00:21:50,018 --> 00:21:52,688 Δεν έχει σκέπης εξοχή, δεν έχει κορωνίδα, γωνιά δεν έχει, 269 00:21:52,771 --> 00:21:56,358 όπου να μην κρεμιέται η κούνια του κι η κλίνη των παιδιών του. 270 00:21:57,317 --> 00:22:01,154 Εκεί όπου συνέρχεται να κάμει τη φωλιά του είναι συνήθως καθαρός κι ευώδης ο αέρας. Εκεί όπου συνέρχεται να κάμει τη φωλιά του είναι συνήθως καθαρός κι ευώδης ο αέρας. 271 00:22:01,238 --> 00:22:04,575 Ιδού και η αρχόντισσα. 272 00:22:04,658 --> 00:22:09,037 Όσα κι αν κάμω, και διπλά και τρίδιπλα να είναι, 273 00:22:09,121 --> 00:22:13,375 είναι μικρά και πενιχρά, δεν αντιζυγίζουν όσ' αγαθά κι όση τιμή μάς επιδαψιλεύεις. 274 00:22:13,458 --> 00:22:16,044 Για τα ευεργετήματά σου, ευχέτες σου θα είμαστε παντοτινοί. 275 00:22:16,128 --> 00:22:17,462 Πού είν' ο θάνης; 276 00:22:17,546 --> 00:22:20,507 Έτρεχα τα ίχνη του να φθάσω, θέλοντας εγώ εδώ να τον προϋπαντήσω. 277 00:22:20,591 --> 00:22:23,969 Μα είναι καλός καβαλάρης. Κι η αγάπη του, κοφτερή ως άλλο φτερνιστήρι, 278 00:22:24,052 --> 00:22:26,138 τον έφτασε πρώτον εδώ. 279 00:22:27,222 --> 00:22:30,017 Φιλοξενία σού ζητώ τη νύχτ' αυτήν, κυρία. 280 00:22:30,100 --> 00:22:31,560 Το χέρι σου δώσ' μου. 281 00:22:33,979 --> 00:22:35,439 Στον σύζυγό σου οδήγησέ με. 282 00:22:41,820 --> 00:22:47,159 Αν ήταν να γινόταν και να γίνει, τότε το ταχύτερο ας γενεί. 283 00:22:48,410 --> 00:22:50,829 Αν η δολοφονία συνέπαιρνε μαζί και τα επακόλουθά της, 284 00:22:50,913 --> 00:22:53,207 αν η επιτυχία της ασφάλιζε 285 00:22:53,290 --> 00:22:56,793 ότι ένα χτύπημα θ' αρκεί να γίνει και αρχή και τέλος εδώ κάτω. 286 00:22:58,629 --> 00:23:00,214 Αλλά εδώ… Αλλά εδώ… 287 00:23:01,840 --> 00:23:05,010 σ' αυτό το άβαθο του χρόνου περιγιάλι τη μέλλουσα ζωή την αψηφώ. 288 00:23:08,514 --> 00:23:10,933 Όμως τα έργ' αυτά έχουν εδώ την ανταπόδοσή τους. 289 00:23:11,016 --> 00:23:13,143 Γίνεται σ' άλλους μάθημα το αίμα το χυμένο, 290 00:23:13,227 --> 00:23:16,647 και στρέφεται το μάθημα και τιμωρεί εκείνον που το δίδαξε. 291 00:23:17,564 --> 00:23:19,358 Η δε δικαιοσύνη 292 00:23:19,441 --> 00:23:23,195 προσφέρει το φαρμάκι μας στα χείλη να το πιούμε. 293 00:23:25,697 --> 00:23:27,282 Νιώθει διπλά προστατευμένος. 294 00:23:28,784 --> 00:23:30,869 Εν πρώτοις είμαι συγγενής κι υπήκοός του είμαι, 295 00:23:30,953 --> 00:23:32,871 δεσμοί μεγάλοι και οι δυο. 296 00:23:34,206 --> 00:23:35,749 Προς τούτοις τον ξενίζω 297 00:23:36,583 --> 00:23:40,379 κι εγώ τη θύρα μου χρωστώ να κλείσω στον φονέα, όχι εγώ μαχαίρι να σηκώσω. 298 00:23:40,879 --> 00:23:43,924 Μα και στον θρόνο του ήμερος ήταν τόσο, 299 00:23:44,007 --> 00:23:46,343 εφάνη τόσο αγαθός στην υψηλή του θέση, 300 00:23:47,469 --> 00:23:50,055 που οι πολλές του αρετές ωσάν αγγέλων σάλπιγγες θα γίνουν, 301 00:23:50,138 --> 00:23:52,266 να καταμαρτυρήσουν την εξολόθρευσή του. 302 00:23:52,349 --> 00:23:55,561 Και στον ανεμοστρόβιλο επάνω καθισμένος, σαν βρέφος νεογέννητο ο οίκτος, 303 00:23:55,644 --> 00:23:59,523 ή σαν Χερουβείμ που καβαλούν τους αόρατους τ' ουρανού ταχυδρόμους, 304 00:23:59,606 --> 00:24:04,111 την είδηση της φρίκης θα διασκορπίσει, κι ο αέρας θα πνιγεί απ' το πολύ το δάκρυ. την είδηση της φρίκης θα διασκορπίσει, κι ο αέρας θα πνιγεί απ' το πολύ το δάκρυ. 305 00:24:06,113 --> 00:24:09,074 Μα ο σκοπός αυτός δεν έχει φτερνιστήρι να του κεντήσει τα πλευρά. 306 00:24:10,993 --> 00:24:14,997 Μόνο φιλοδοξία, που το σημάδι ξεπερνά στο πήδημα και πέφτει. 307 00:24:20,836 --> 00:24:22,546 Τι θέλεις; Τι συμβαίνει; 308 00:24:24,882 --> 00:24:26,216 Απέφαγε. 309 00:24:26,300 --> 00:24:28,010 Με ζήτησε; 310 00:24:28,093 --> 00:24:29,469 Λες και δεν το ξέρεις. 311 00:24:31,221 --> 00:24:32,973 Δεν θέλω να το σπρώξουμε μακρύτερα. 312 00:24:33,056 --> 00:24:34,141 Τόσα του χρωστώ. 313 00:24:34,224 --> 00:24:36,977 Τη χρυσή μου υπόληψη τη λέει ο κόσμος όλος, 314 00:24:37,060 --> 00:24:39,730 τη λάμψη της να τη φορώ ως στολισμό προκρίνω, 315 00:24:40,814 --> 00:24:43,567 παρά από επάνω μου ευθύς να την πετάξω. 316 00:24:44,401 --> 00:24:46,904 Η ελπίδα η άλλη που φόρεσες μην ήταν μεθυσμένη; 317 00:24:46,987 --> 00:24:48,113 Αποκοιμήθηκε στο μεταξύ; 318 00:24:48,197 --> 00:24:51,408 Ξυπνά και βλέπει κάτωχρο εκείνο που πρωτύτερα κοιτούσε; 319 00:24:51,491 --> 00:24:53,827 Το μέτρο της αγάπης σου έτσι μου το δίνεις. 320 00:24:56,622 --> 00:25:01,335 Εκείνο που 'χεις στην καρδιά δεν φανερώνεις με την παλικαριά σου; Εκείνο που 'χεις στην καρδιά δεν φανερώνεις με την παλικαριά σου; 321 00:25:01,418 --> 00:25:05,172 Θέλεις αυτά που εκτιμάς ως στολισμό του βίου 322 00:25:05,255 --> 00:25:07,382 κι άνανδρος στην ίδια σου εκτίμηση να είσαι; 323 00:25:07,466 --> 00:25:10,928 Θέλεις ν' αφήνεις πάντοτε κατόπιν απ' το θέλω ν' ακολουθεί το δεν τολμώ; 324 00:25:11,011 --> 00:25:13,430 Σώπα, σε παρακαλώ. 325 00:25:14,389 --> 00:25:19,269 Τολμώ να κάνω ό,τι αρμόζει σ' άνδρα. Όποιος πλειότερο τολμά, δεν είναι! 326 00:25:19,353 --> 00:25:22,356 Λοιπόν, τι ζώο σ' έκανε να μου αποκαλύψεις τα σχέδιά σου; 327 00:25:23,190 --> 00:25:25,984 Όταν δεν σου 'λειπε η καρδιά να το εκτελέσεις, ήσουν άνδρας. 328 00:25:26,068 --> 00:25:29,530 Κι όσο μεγαλύτερος ζητάς να γίνεις, τόσο είσαι άνδρας. 329 00:25:31,031 --> 00:25:32,616 Το γάλα μου το έδωσα 330 00:25:32,699 --> 00:25:36,203 και ξέρω πώς τ' αγαπά το βρέφος της μια μάνα που βυζάνει. 331 00:25:36,286 --> 00:25:39,081 Μα κι αν με γλυκοκοίταζε στα μάτια το παιδί μου, 332 00:25:39,164 --> 00:25:42,793 θα άρπαζα τη ρώγα μου απ' τ' απαλά τα ούλα να του συντρίψω τα μυαλά, 333 00:25:42,876 --> 00:25:45,754 αν είχα κάνει όρκο, καθώς εσύ τ' ορκίστηκες αυτό. 334 00:25:46,880 --> 00:25:48,215 Κι αν αποτύχουμε; 335 00:25:48,298 --> 00:25:49,675 Αποτύχαμε. 336 00:25:50,509 --> 00:25:54,096 Στύλωσε τη γενναιότητά σου και δεν θα αποτύχουμε. 337 00:25:55,180 --> 00:25:57,099 Ενώ κοιμάται ο Δώγκαν, 338 00:25:57,182 --> 00:26:00,769 κι ύπνο βαρύ του ταξιδιού ο κόπος θα του φέρει, κι ύπνο βαρύ του ταξιδιού ο κόπος θα του φέρει, 339 00:26:00,853 --> 00:26:05,065 τους δυο θαλαμηπόλους του θα τους δαμάσω με τα συχνοκεράσματα, 340 00:26:05,148 --> 00:26:08,902 που το μνημονικό τους, ο φύλακας του λογικού, ατμός θα γίνει, 341 00:26:08,986 --> 00:26:11,738 και μέσ' από τη θήκη του ο νους θα ξεθυμάνει. 342 00:26:11,822 --> 00:26:16,076 Ενώ εκείνοι κείτονται ωσάν αποθαμένοι στον ύπνο τον κτηνώδη, 343 00:26:17,244 --> 00:26:20,956 τι δεν μπορούμε οι δυο μας ανεμπόδιστοι να κάνουμε τον Δώγκαν, 344 00:26:21,623 --> 00:26:23,584 και ν' αποδώσουμε το παν στους φύλακές του, 345 00:26:23,667 --> 00:26:26,461 ώστε αυτοί να φορτωθούν του έργου μας το βάρος; 346 00:26:29,840 --> 00:26:31,383 Να μου γεννάς αρσενικά, 347 00:26:32,509 --> 00:26:36,388 διότι μόνο άνδρες αξίζει απ' τα σπλάχνα σου να βγαίνουν. 348 00:26:39,516 --> 00:26:41,977 Και ποιος το ίδιο δεν θα πει, αν με αίμα πασαλείψουμε 349 00:26:42,060 --> 00:26:46,356 τους κοιμισμένους, και συγχρόνως κάνουμε των δικών τους μαχαιριών τη χρήση; 350 00:26:46,440 --> 00:26:47,774 Ποιος θα τολμήσει να πει άλλο, 351 00:26:47,858 --> 00:26:51,361 όταν δουν τους θρήνους μας για τον θάνατό του; 352 00:26:53,447 --> 00:26:54,865 Επήρα την απόφαση. 353 00:26:56,074 --> 00:26:58,660 Όλες οι δυνάμεις μου θα στραφούν στο φοβερό το έργο. 354 00:26:58,744 --> 00:27:01,580 Πηγαίνουμε! Ας είμαστε φαιδροί στον κόσμο όλο. Πηγαίνουμε! Ας είμαστε φαιδροί στον κόσμο όλο. 355 00:27:01,663 --> 00:27:04,333 Ας κρύψει ο δόλος του ματιού του στήθους μας τον δόλο! 356 00:27:27,356 --> 00:27:29,942 Η σελήνη έδυσε. Δεν άκουσα την ώρα. 357 00:27:30,025 --> 00:27:31,944 Δύει στις 12:00. 358 00:27:32,027 --> 00:27:33,654 Αργότερα μου φαίνεται ότι είναι. 359 00:27:35,197 --> 00:27:37,783 Να το σπαθί μου. Πάρε το. 360 00:27:42,496 --> 00:27:44,164 Ο ουρανός απόψε δεν ξοδεύεται. 361 00:27:44,748 --> 00:27:46,208 Σβηστοί οι λύχνοι του όλοι. 362 00:27:47,209 --> 00:27:51,046 Μου 'ρχεται ο ύπνος σαν μολύβι, κι όμως ν' αποκοιμηθώ δεν θέλω. 363 00:27:52,798 --> 00:27:55,133 Δυνάμεις του ελέους, διώξτε τους μαύρους στοχασμούς 364 00:27:55,217 --> 00:27:57,052 που κυριεύουν του ύπνου τη γαλήνη! 365 00:28:01,473 --> 00:28:03,433 - Το σπαθί μου γρήγορα. Ποιος είναι; - Φίλος. 366 00:28:05,227 --> 00:28:08,063 Ακόμη δεν επλάγιασες; Ο βασιλεύς κοιμάται. 367 00:28:08,939 --> 00:28:10,774 Ήταν στο άκρο εύθυμος και ευχαριστημένος. 368 00:28:10,858 --> 00:28:13,944 Φιλοδώρησε άφθονα τους δούλους σου. 369 00:28:14,862 --> 00:28:17,614 Ήμασταν ανέτοιμοι, η καλή μας θέληση μ' ελλείψεις δεσμευμένη. 370 00:28:17,698 --> 00:28:20,450 - Δεν μπόρεσαν να γίνουν όσα πρέπει. - Όλα καλώς έγιναν. 371 00:28:21,034 --> 00:28:24,288 Εχθές τη νύχτα είδα στον ύπνο μου εκείνες τις τρεις αδελφές. 372 00:28:25,873 --> 00:28:27,624 Ήταν αληθή όσα σου είπαν. 373 00:28:29,710 --> 00:28:31,420 Μου είχαν φύγει από τη σκέψη. 374 00:28:31,503 --> 00:28:34,298 Αλλά καμία ώρα, 375 00:28:34,381 --> 00:28:37,176 αλλάζουμε δυο λόγια για αυτήν την ιστορία, 376 00:28:37,259 --> 00:28:38,719 όποτε έχεις τον καιρό. 377 00:28:39,887 --> 00:28:41,388 Όποτε θελήσεις. 378 00:28:43,348 --> 00:28:44,683 Αναπαύσου στο μεταξύ. 379 00:28:45,559 --> 00:28:47,311 Ευχαριστώ, ομοίως κι εσύ. 380 00:28:50,564 --> 00:28:54,943 Πες στην κυρά σου να μου σημάνει όταν μου φτιάξει το ποτό. 381 00:29:11,418 --> 00:29:14,171 Μαχαίρι είναι αυτό που βλέπω αντίκρυ μου 382 00:29:15,714 --> 00:29:17,508 με τη λαβή να με κοιτά; 383 00:29:21,678 --> 00:29:22,763 Έλα… 384 00:29:24,556 --> 00:29:26,016 να σε πιάσω. 385 00:29:30,479 --> 00:29:32,898 Δεν σ' έπιασα, αλλά εκείνα τα μάτια μου σε βλέπουν 386 00:29:35,359 --> 00:29:40,030 Ω φάντασμα απαίσιο, δεν είσαι και στο χέρι καθώς στα μάτια αισθητό; 387 00:29:41,406 --> 00:29:45,702 Ή μη δεν είσαι παρά μαχαίρι φανταστό, απάτης μόνο πλάσμα, 388 00:29:45,786 --> 00:29:47,746 που το γεννά η κεφαλή στην έξαψη της θέρμης; 389 00:29:49,831 --> 00:29:51,458 Κι όμως σε βλέπω πάντοτε… 390 00:29:53,168 --> 00:29:57,047 ψηλαφητό, καθώς αυτό που τραβώ απ' τη θήκη τώρα. 391 00:30:00,259 --> 00:30:04,847 Τον δρόμο που θα πορευόμουν μου δείχνεις. Όμοιό σου σύνεργο θα είχα στο χέρι. 392 00:30:05,764 --> 00:30:08,267 Μην παίζουν με τα μάτια μου οι άλλες μου αισθήσεις, 393 00:30:08,350 --> 00:30:10,269 ή μην τα πάντα ξεπερνά η όρασή μου μόνη; 394 00:30:12,354 --> 00:30:13,689 Σε βλέπω, να. 395 00:30:14,648 --> 00:30:19,236 Και στη λαβή κι επάνω στη λεπίδα αίματος σταλαγμοί, όπου δεν ήταν πρώτα. 396 00:30:20,737 --> 00:30:22,948 Δεν υπάρχεις. 397 00:30:23,031 --> 00:30:26,243 Ο φονικός σκοπός μου σχήμα ανύπαρκτο στα μάτια μου λαμβάνει. 398 00:30:27,244 --> 00:30:30,914 Εσύ, ω Γη ακίνητη, τα βήματά μου μην ακούς εκεί όπου πηγαίνουν, 399 00:30:30,998 --> 00:30:34,376 μην τύχει και οι λίθοι σου βαλθούν να φλυαρήσουν. 400 00:30:34,877 --> 00:30:37,546 Πηγαίνω και τετέλεσται. 401 00:30:38,297 --> 00:30:39,756 Το σήμαντρο με καλεί. 402 00:30:40,632 --> 00:30:45,596 Μην τ' ακούς, Δώγκαν. Για σε σημαίνει. Σε προσμένει ο Ουρανός… 403 00:30:48,223 --> 00:30:49,600 ή η Κόλαση. 404 00:31:56,792 --> 00:31:57,793 Άκου! 405 00:31:59,962 --> 00:32:01,171 Σιωπή. Σιωπή. 406 00:32:03,715 --> 00:32:06,051 Η κουκουβάγια τσίριξε, 407 00:32:06,134 --> 00:32:09,346 ο κράχτης ο απαίσιος, που άγρια φωνάζει την καληνύχτα του. 408 00:32:11,014 --> 00:32:12,850 Το κάνει. 409 00:32:14,810 --> 00:32:17,896 Η μάγισσα τους μέθυσε και μου 'δωσε κουράγιο. 410 00:32:19,106 --> 00:32:21,859 Αυτό που εκείνους έσβησε μου άναψε τη φλόγα. 411 00:32:22,734 --> 00:32:24,444 Οι πόρτες είναι ανοιχτές 412 00:32:25,195 --> 00:32:29,199 κι οι δούλοι μεθυσμένοι εμπαίζουν το καθήκον τους με τα ροχαλητά τους. 413 00:32:29,283 --> 00:32:30,617 Αμήν. 414 00:32:32,119 --> 00:32:33,912 Εδόλωσα με βότανα το ποτό τους, 415 00:32:33,996 --> 00:32:36,248 ώστε η ζωή κι ο θάνατος να φιλονικούν 416 00:32:36,331 --> 00:32:38,542 αν ζουν ή αν πεθάναν. 417 00:32:49,219 --> 00:32:50,387 Αλίμονο! 418 00:32:52,347 --> 00:32:54,516 Φοβάμαι μήπως ξύπνησαν και τίποτα δεν γίνει. 419 00:32:54,600 --> 00:32:57,269 Είν' η εκτέλεση ο φόβος, όχι η πράξη. 420 00:32:57,895 --> 00:32:58,979 Άκου. 421 00:32:59,062 --> 00:33:01,773 Έτοιμα εκεί τα είχα τα μαχαίρια. Θα τα είδε! Έτοιμα εκεί τα είχα τα μαχαίρια. Θα τα είδε! 422 00:33:04,902 --> 00:33:06,278 Άνδρα μου. 423 00:33:08,488 --> 00:33:09,907 Τετέλεσται. 424 00:33:10,657 --> 00:33:12,326 Δεν άκουσες κανέναν κρότο; 425 00:33:12,409 --> 00:33:14,369 - Πότε; - Τώρα. 426 00:33:14,453 --> 00:33:15,704 - Καθώς κατέβαινα; - Ναι. 427 00:33:15,787 --> 00:33:16,788 Άκου. 428 00:33:20,334 --> 00:33:22,419 Ω θέαμα φρικτό. 429 00:33:23,045 --> 00:33:25,672 Ανοησία να λέγεις "Θέαμα φρικτό". 430 00:33:27,966 --> 00:33:31,553 Στον ύπνο ο ένας γέλασε, ο άλλος φώναξε "Φονέας!" Ο ένας τον άλλον ξύπνησε. 431 00:33:31,637 --> 00:33:33,555 Στάθηκα ν' ακούσω. 432 00:33:33,639 --> 00:33:36,600 Αφού επροσευχήθηκαν, τους ξαναπήρε ο ύπνος. 433 00:33:36,683 --> 00:33:37,809 Κοιμούνται μαζί εκεί. 434 00:33:37,893 --> 00:33:40,729 Ο ένας φώναξε "Βοήθειά μου ο Θεός" 435 00:33:41,730 --> 00:33:42,814 κι ο άλλος είπε "Αμήν", 436 00:33:42,898 --> 00:33:44,691 ωσάν να μ' είχαν δει με χέρια φονικά. 437 00:33:44,775 --> 00:33:48,028 Τους άκουγα που τρόμαζαν, μα δεν μπορούσα να πω "Αμήν". 438 00:33:48,111 --> 00:33:49,404 Μην τα σκέφτεσαι αυτά. 439 00:33:49,488 --> 00:33:50,906 Γιατί δεν μπορούσα να το πω; 440 00:33:50,989 --> 00:33:54,660 Είχα ανάγκη τη θεία ευλογία και το "Αμήν" στον λαιμό εσκάλωνε. 441 00:33:54,743 --> 00:33:56,954 Μη συλλογιέσαι τόσο αυτά τα πράγματα. 442 00:33:57,037 --> 00:34:00,040 Θα μας έρθει τρέλα. Θα μας έρθει τρέλα. 443 00:34:00,123 --> 00:34:02,501 Σαν ν' άκουσα μια φωνή. "Ύπνο δεν θα 'χεις πια. 444 00:34:04,086 --> 00:34:05,754 Εσκότωσε τον ύπνο ο Μάκβεθ". 445 00:34:05,838 --> 00:34:07,381 Τον ύπνο τον αθώο. 446 00:34:07,464 --> 00:34:10,467 Αυτόν που το κουβάριασμα ξεπλέκει των φροντίδων, 447 00:34:10,551 --> 00:34:15,264 τον θάνατον στη ζωή της κάθε μέρας, το λουτρό του κόπου, 448 00:34:15,347 --> 00:34:19,016 το βάλσαμο του νου του πονεμένου, το άρτυμα της φύσεως, 449 00:34:19,101 --> 00:34:21,436 - τον μέγα τροφοδότη. - Τι είναι αυτά που λες; 450 00:34:21,520 --> 00:34:24,022 Φώναζε "Ύπνο δεν θα 'χεις πια" σ' ολόκληρο το σπίτι. 451 00:34:24,106 --> 00:34:28,025 "Τον ύπνο ο Γλάμης τον εσκότωσε, δεν έχει πια να κοιμηθεί ο Καουδώρ, 452 00:34:30,987 --> 00:34:33,072 να κοιμηθεί ο Μάκβεθ". 453 00:34:33,156 --> 00:34:35,074 Ποιος τα έκραξε αυτά; 454 00:34:35,158 --> 00:34:38,661 Αγαπητέ μου θάνη, λυγά η ευγενής καρδιά σου 455 00:34:38,745 --> 00:34:40,330 εάν σε αυτά τρέχει ο νους σου. 456 00:34:40,414 --> 00:34:43,917 Πήγαινε βρες νερό και ξέπλυνε αμέσως από τα χέρια σου αυτόν τον μαύρο καταδότη. 457 00:34:47,045 --> 00:34:49,172 Τι μου τα έφερες εδώ τα δυο τα μαχαίρια; 458 00:34:49,255 --> 00:34:52,801 Πρέπει πλάι τους να μείνουν. Πήγαινέ τα κι άλειψε με αίματα τους δούλους. 459 00:34:52,885 --> 00:34:55,429 Δεν ξαναπάω. Το τι έκανα να το σκεφτώ με πιάνει τρόμος. 460 00:34:55,512 --> 00:34:56,847 Δεν τολμώ να το κοιτάξω πάλι. 461 00:34:56,929 --> 00:34:58,891 Μικρόψυχε. 462 00:34:58,974 --> 00:35:00,601 Δώσε σ' εμένα τα μαχαίρια. Δώσε σ' εμένα τα μαχαίρια. 463 00:35:01,476 --> 00:35:03,937 Οι κοιμισμένοι κι οι νεκροί είναι ωσάν εικόνες. 464 00:35:04,021 --> 00:35:06,481 Τον διάβολο ζωγραφιστό μόνο παιδιά τον τρέμουν. 465 00:35:07,482 --> 00:35:10,777 Το πρόσωπο των δούλων θα πασαλείψω αίμα, να φανούν ως ένοχοι εκείνοι. 466 00:35:11,653 --> 00:35:14,990 Τα χέρια μου κοκκίνισαν, μα θα ντρεπόμουν την καρδιά αγνή να έχω. 467 00:35:24,249 --> 00:35:25,584 Ποιος να χτυπά; 468 00:35:28,170 --> 00:35:30,964 Τι έπαθα και με κατατρομάζει κάθε βοή; 469 00:35:32,508 --> 00:35:36,678 Τι είν' αυτά τα χέρια; Με στραβώνουν. 470 00:35:38,639 --> 00:35:43,018 Μπορεί του Ποσειδώνα ο άπειρος ωκεανός το αίμα να ξεπλύνει απ' το χέρι μου; 471 00:35:43,101 --> 00:35:48,232 Όχι! Το χέρι τούτο το πέλαγος τ' απέραντο θα καταπορφυρώσει, 472 00:35:48,315 --> 00:35:50,526 θα κάνει κατακόκκινα τα γαλανά νερά του 473 00:35:55,822 --> 00:35:57,950 Κάλλιο να μην ήξερα την ύπαρξή μου. 474 00:35:59,159 --> 00:36:00,953 Ξύπνα τον Δώγκαν με τον κρότο σου! Ξύπνα τον Δώγκαν με τον κρότο σου! 475 00:36:02,496 --> 00:36:03,830 Είθε να μπορούσες. 476 00:36:18,428 --> 00:36:20,556 Χτύπημα όντως ήταν. 477 00:36:29,273 --> 00:36:31,733 Αν ήταν να κάνει κανείς τον θυρωρό στην Κόλαση, 478 00:36:31,817 --> 00:36:34,027 ησυχία δεν θα 'χε. 479 00:36:36,238 --> 00:36:37,239 Χτύπα! 480 00:36:37,322 --> 00:36:40,284 Ποιος είναι εκεί, στο όνομα του Βελζεβούλ; 481 00:36:41,034 --> 00:36:45,330 Ίσως κανείς μυλωνάς που κρεμάστηκε περιμένοντας την εφορία. 482 00:36:45,414 --> 00:36:48,625 Καλώς όρισες. Εδώ θα ιδροκοπήσεις. 483 00:36:50,377 --> 00:36:51,962 Χτύπα. 484 00:36:52,045 --> 00:36:56,466 Θα 'ναι κανείς διπρόσωπος που παίρνει όρκο για όλα, 485 00:36:56,550 --> 00:36:58,677 κι όμως δεν κατόρθωσε ν' ανεβεί στον Ουρανό. 486 00:37:00,304 --> 00:37:01,638 Κόπιασε μέσα, διπρόσωπε. 487 00:37:02,389 --> 00:37:04,516 Χτύπα. Ποιος είναι; 488 00:37:05,267 --> 00:37:09,271 Ω θα 'ναι κανείς Άγγλος ράπτης και θα 'κλεψε πανί από βράκα γαλλική. 489 00:37:09,354 --> 00:37:12,900 Πέρασε, ράπτη. Να πυρώσεις εδώ το σίδερό σου. 490 00:37:15,360 --> 00:37:17,237 Χτύπα. Σ' ησυχία δεν μ' αφήνουν. 491 00:37:19,364 --> 00:37:21,992 Ω μα δεν είναι Κόλαση εδώ με τόσο κρύο. 492 00:37:22,075 --> 00:37:25,871 Δεν κάνω πια κι εγώ τον θυρωρό του διαβόλου. Όχι! 493 00:37:27,664 --> 00:37:29,333 Μην ξεχνάτε τον θυρωρό. 494 00:37:29,416 --> 00:37:32,544 Τόσο αργά επλάγιασες που δεν σου έκανε καρδιά το στρώμα να αφήσεις; 495 00:37:32,628 --> 00:37:34,713 Μα την πίστη μου, το διασκεδάσαμε ως το πρωί. 496 00:37:34,796 --> 00:37:37,216 Και το ποτό, κύριε, τρία πράγματα σου φέρνει. 497 00:37:37,299 --> 00:37:41,720 - Ποια; - Κόκκινη μύτη, ύπνο και συχνοουρία. 498 00:37:42,346 --> 00:37:44,806 Κι η λαγνεία, κύριε. Προκαλεί και γαληνεύει. 499 00:37:44,890 --> 00:37:48,435 Προκαλεί τη λαχτάρα, μα καταπνίγει την απόδοση. 500 00:37:48,519 --> 00:37:52,064 Ούτως ειπείν, το πολύ ποτό κάνει τη λαγνεία διπρόσωπη. 501 00:37:52,147 --> 00:37:55,234 Σε ορθώνει και σε καταστρέφει, σε ωθεί και σε τραβά. 502 00:37:55,317 --> 00:38:00,864 Σε πείθει και σε αποκαρδιώνει, σε κάνει να στέκεσαι και σε γκρεμίζει. Σε πείθει και σε αποκαρδιώνει, σε κάνει να στέκεσαι και σε γκρεμίζει. 503 00:38:04,701 --> 00:38:11,166 Εν κατακλείδι, σε βάζει για ύπνο κι αφού σου ενσταλάξει το ψέμα, φεύγει. 504 00:38:11,250 --> 00:38:13,836 Μάλλον το ποτό σού ενστάλαξε τον ύπνο. 505 00:38:19,716 --> 00:38:21,009 Καλή σας μέρα κι αγαθή. 506 00:38:25,347 --> 00:38:27,015 Ακόμη δεν εξύπνησε ο βασιλεύς; 507 00:38:28,725 --> 00:38:29,726 Ακόμη. 508 00:38:30,853 --> 00:38:34,815 Να τον ξυπνήσω πρόσταξε πρωί πρωί. Φοβούμαι μην άργησα. 509 00:38:38,402 --> 00:38:39,736 Θα μπω με την άδειά του. 510 00:38:41,029 --> 00:38:43,115 Ο βασιλεύς θ' αναχωρήσει σήμερα; 511 00:38:43,991 --> 00:38:45,784 Ναι. Αυτός είν' ο σκοπός του. 512 00:38:47,119 --> 00:38:49,037 Τι νύχτ' απόψε τρομερή. 513 00:38:52,416 --> 00:38:54,710 Η βία του ανέμου γκρέμισε τις καμινάδες. 514 00:38:56,336 --> 00:39:00,424 Λένε ότι ακούστηκαν στον αέρα θρήνοι. Λένε ότι ακούστηκαν στον αέρα θρήνοι. 515 00:39:00,507 --> 00:39:06,680 Κραυγές θανάτου φοβερές, σαν να προμηνύουν ελεεινή καταστροφή, 516 00:39:06,763 --> 00:39:10,225 ανήκουστα συμβάντα στους δύσμοιρους καιρούς μας. 517 00:39:11,059 --> 00:39:12,269 Και το δυσοίωνο πουλί… 518 00:39:12,352 --> 00:39:14,855 - Μεγαλειότατε; - έκρωζε όλη νύχτα. 519 00:39:15,731 --> 00:39:20,611 Κι η γη, καθώς μου είπαν, είχε κι αυτή παροξυσμό και έτρεμε. 520 00:39:22,738 --> 00:39:24,406 Ήταν άγρια νύχτα. 521 00:39:24,489 --> 00:39:28,285 Φρίκη! 522 00:39:29,244 --> 00:39:32,039 Να πει δεν δύναται η γλώσσα, να το χωρέσει ο νους δεν μπορεί. 523 00:39:32,122 --> 00:39:35,334 - Τι είναι; - Το χάος ξεπέρασε τα κατορθώματά του. 524 00:39:35,417 --> 00:39:38,962 Με χέρια ιερόσυλα εχώθηκε ο φόνος στου κυρίου τον ναό 525 00:39:39,046 --> 00:39:40,672 και έκλεψε του κτίσματος την ύπαρξη. 526 00:39:40,756 --> 00:39:41,882 Τι εννοείς; Ο βασιλέας; 527 00:39:41,965 --> 00:39:44,051 Ελάτε να δείτε, νέα Μέδουσα θα σας τυφλώσει! 528 00:39:44,134 --> 00:39:47,304 Μη μου ζητάτε να σας πω, πηγαίνετε, δείτε κι έπειτα μιλήστε. 529 00:39:47,387 --> 00:39:51,183 Σηκωθείτε! Σημάνετε το σήμαντρο! 530 00:39:52,768 --> 00:39:54,019 Φόνος και προδοσία! 531 00:39:54,603 --> 00:40:00,067 Σηκωθείτε, ωσάν από τα σάβανά σας κι ελάτε ν' αντικρίσετε τη φρίκη! Σηκωθείτε, ωσάν από τα σάβανά σας κι ελάτε ν' αντικρίσετε τη φρίκη! 532 00:40:03,070 --> 00:40:07,324 Βάγκε! Δονολβέν! Μάλκολμ! Ξυπνήστε! 533 00:40:07,407 --> 00:40:10,619 Σηκωθείτε να δείτε την εικόνα της κρίσης! 534 00:40:11,912 --> 00:40:13,997 Μάλκολμ! Βάγκε! 535 00:40:16,625 --> 00:40:18,961 Αν ήταν να πέθαινα πριν τούτου μία ώρα… 536 00:40:20,504 --> 00:40:22,047 θα έλεγα ότι έζησα ζωή ευτυχισμένη. 537 00:40:24,591 --> 00:40:25,884 Στο εξής 538 00:40:25,968 --> 00:40:28,804 στα εγκόσμια ουσία δεν βρίσκω. Όλα είναι μάταια. 539 00:40:28,887 --> 00:40:30,222 Τι συμβαίνει 540 00:40:30,305 --> 00:40:32,975 και το σήμαντρο μας κράζει απ' τον ύπνο μας όλους; 541 00:40:33,058 --> 00:40:35,894 - Η δόξα και η χάρη πέθαναν. - Μίλα! 542 00:40:35,978 --> 00:40:38,397 Στέρεψε ο οίνος της ζωής 543 00:40:38,480 --> 00:40:41,817 κι απέμεινε μοναχά το κατακάθι στο άψυχο κουφάρι. 544 00:40:41,900 --> 00:40:44,111 Βάγκε. 545 00:40:44,695 --> 00:40:46,154 Τον αφέντη μας εσκότωσαν. 546 00:40:46,238 --> 00:40:48,782 Ωιμέ! Αλίμονο! 547 00:40:48,866 --> 00:40:51,660 - Στη στέγη μας; - Φρικτό όπου κι αν είναι. 548 00:40:52,536 --> 00:40:55,581 - Ποιος κακόπαθε; - Εσύ, και δεν το ξέρεις. 549 00:40:56,290 --> 00:41:00,878 Του αίματός σου η πηγή, η κεφαλή, η βρύση, εστείρευσε. Του αίματός σου η πηγή, η κεφαλή, η βρύση, εστείρευσε. 550 00:41:00,961 --> 00:41:03,088 Εκόπηκε το ρεύμα της ζωής σου. 551 00:41:04,006 --> 00:41:05,340 Ο πατέρας σου… 552 00:41:06,258 --> 00:41:07,718 φονεύθηκε. 553 00:41:11,722 --> 00:41:12,723 Από ποιον; 554 00:41:12,806 --> 00:41:15,517 Οι φύλακές του φαίνεται πως το 'καναν. 555 00:41:16,018 --> 00:41:19,229 Ματωμένα έχουν τα πρόσωπα και τα χέρια τους. 556 00:41:19,313 --> 00:41:22,357 Όμως μετανιώνω που στην έξαψή μου τους σκότωσα και τους δυο. 557 00:41:24,151 --> 00:41:25,944 - Γιατί; - Γιατί το έκανες; 558 00:41:29,031 --> 00:41:31,909 Ποιος δύναται έξω φρενών και φρόνιμος να είναι, 559 00:41:32,993 --> 00:41:37,331 ήμερος και άγριος, αφοσιωμένος και ψυχρός όλα μαζί σε μια στιγμή; 560 00:41:38,123 --> 00:41:39,249 Κανείς. 561 00:41:41,001 --> 00:41:45,672 Στην έξαψή μου ο χαλινός του λογικού δεν με κρατούσε πια. 562 00:41:45,756 --> 00:41:48,550 Νεκρός εκεί ο Δώγκαν, 563 00:41:49,801 --> 00:41:52,930 με τ' ασημένιο δέρμα κεντητό απ' το χρυσό του αίμα. 564 00:41:53,639 --> 00:41:59,144 Κι οι ανοιχτές πληγές του μου φαίνονταν να χάσκουν, της φύσεως χαλάστρες. 565 00:41:59,228 --> 00:42:04,107 Κι εκεί οι δολοφόνοι του, στο χρώμα βουτηγμένοι του φόνου, Κι εκεί οι δολοφόνοι του, στο χρώμα βουτηγμένοι του φόνου, 566 00:42:04,816 --> 00:42:08,820 με τα μαχαίρια τους αιματοτυλιγμένα. 567 00:42:09,321 --> 00:42:12,491 Ποιος εκεί τη δύναμη να κρατηθεί θα είχε, καρδιά αν είχε ν' αγαπά, 568 00:42:14,201 --> 00:42:19,289 και στην καρδιά την τόλμη να δείξει την αγάπη του; 569 00:42:21,250 --> 00:42:23,126 Δείτε την αρχόντισσα. 570 00:42:23,210 --> 00:42:26,213 Εμείς, τα σώματά μας αφού τα προφυλάξουμε απ' τη γυμνότητά τους, 571 00:42:26,296 --> 00:42:30,843 εδώ ας ανταμώσουμε, να κάνουμε έρευνες, αυτή να εξετάσουμε τη φρικαλέα πράξη. 572 00:42:41,645 --> 00:42:43,480 Τη γλώσσα τι κρατούμε, 573 00:42:43,564 --> 00:42:45,858 ενώ προ πάντων σε εμάς εδώ ανήκει λόγος; 574 00:42:45,941 --> 00:42:46,984 Ας φύγουμε. 575 00:42:47,651 --> 00:42:50,404 - Δεν μέστωσε το δάκρυ μας. - Απ' αυτούς ν' απέχουμε προτείνω. 576 00:42:50,487 --> 00:42:53,824 Στον άπιστο είν' εύκολο να προσποιείται λύπη. 577 00:42:54,408 --> 00:42:56,577 - Πάω στην Αγγλία εγώ. - Εγώ, στην Ιρλανδία. 578 00:42:57,536 --> 00:43:00,080 Ασφαλέστερη χωριστά η τύχη καθενός μας. Ασφαλέστερη χωριστά η τύχη καθενός μας. 579 00:43:00,664 --> 00:43:01,874 Εδώ… 580 00:43:03,250 --> 00:43:05,002 μαχαίρια κρύβονται στα χαμογέλια μέσα. 581 00:43:05,085 --> 00:43:07,004 Τα δε συγγενικότερα βαθύτερα πληγώνουν. 582 00:43:07,087 --> 00:43:09,965 Το βέλος στο σημάδι του δεν έπεσε ακόμη. 583 00:43:10,048 --> 00:43:12,050 Καλό να τ' αποφύγουμε. 584 00:43:12,134 --> 00:43:15,971 Στ' άλογα, λοιπόν. Χαιρετισμοί κι ευγένειες ας λείψουν. 585 00:43:54,843 --> 00:43:56,512 Να κι ο Μακδώφ. 586 00:44:05,187 --> 00:44:06,855 Κύριε, ο κόσμος πώς τα πάει; 587 00:44:08,315 --> 00:44:11,026 Τους φονείς τους βρήκαν τίνες είναι; 588 00:44:11,109 --> 00:44:13,195 Εκείνοι που σκότωσε ο Μάκβεθ. 589 00:44:13,278 --> 00:44:16,740 Ω Θεέ μου! Και τι καλό επρόσμεναν; 590 00:44:16,823 --> 00:44:18,242 Άλλοι τους είχαν βάλει. 591 00:44:19,076 --> 00:44:22,538 Ο Μάλκολμ κι ο Δονολβέν, του βασιλέως τα παιδιά κρυφά έφυγαν. 592 00:44:22,621 --> 00:44:25,290 Γεννούν υποψία ότ' είν' εκείνοι ένοχοι. 593 00:44:25,374 --> 00:44:30,420 Και βασιλεύς θα γίνει ίσως ο Μάκβεθ; 594 00:44:30,504 --> 00:44:34,132 Έγινε και εις τον Δουνσινάνη επήγε για τη στέψη. 595 00:44:34,216 --> 00:44:35,217 Κι εσύ εκεί πηγαίνεις; 596 00:44:36,510 --> 00:44:38,846 Όχι, ξάδελφε. Για το Φάιφ ξεκινώ. 597 00:44:40,055 --> 00:44:41,056 Καλώς… 598 00:44:43,433 --> 00:44:44,434 Εγώ θα πάω εκεί. 599 00:44:45,269 --> 00:44:48,021 Είθε να βγουν σε καλό όσα εκεί θα γίνουν. Αντίο. 600 00:44:49,648 --> 00:44:52,484 Είθε καλύτερη απ' την πρώτη μας η νέα φορεσιά μας. 601 00:44:57,447 --> 00:45:00,576 Αυτός που και λίγο μυαλό έχει Αυτός που και λίγο μυαλό έχει 602 00:45:01,118 --> 00:45:04,246 Με λιακάδα, με άνεμο ή βροχή 603 00:45:05,080 --> 00:45:09,668 Πρέπει να χαίρεται Με όσα του φυλά η τύχη 604 00:45:10,961 --> 00:45:15,591 Η βροχή θα σταλάζει κάθε μέρα 605 00:45:30,981 --> 00:45:33,692 Εξήκοντα και δέκα χρόνια πολύ καλά θυμούμαι, 606 00:45:34,902 --> 00:45:41,867 στο διάστημα της μακρινής μου πείρας έχω δει φρικαλέα και παράδοξα πολλά. 607 00:45:43,035 --> 00:45:48,790 Μα τούτη η άγρια νύχτα ξεπέρασε κάθε τι που εγνώρισα. 608 00:45:50,083 --> 00:45:51,251 Γέρε μου, αγαθέ. 609 00:45:53,045 --> 00:45:54,922 Ο ουρανός, δες τον, 610 00:45:55,005 --> 00:46:00,052 ωσάν να τον ετάραξαν τα έργα του ανθρώπου, το σκήνωμά του απειλεί το αιματοβαμμένο. ωσάν να τον ετάραξαν τα έργα του ανθρώπου, το σκήνωμά του απειλεί το αιματοβαμμένο. 611 00:46:00,135 --> 00:46:01,845 Να λάμπει τώρα έπρεπε φως της ημέρας 612 00:46:02,971 --> 00:46:06,183 κι όμως σβήνει το σκότος της νυχτός τον ταξιδιάρη λύχνο. 613 00:46:07,768 --> 00:46:13,148 Η μέρα μην εντρέπεται; Ή θριαμβεύει η νύχτα, 614 00:46:13,732 --> 00:46:16,360 κι αντί ν' ασπάζεται τη γη το φως το ζωογόνο, 615 00:46:16,443 --> 00:46:18,028 το πρόσωπό του έκρυψε στο σκότος; 616 00:46:18,111 --> 00:46:21,323 Και τούτο είν' αφύσικο σαν το έγκλημα που έγινε. 617 00:46:24,284 --> 00:46:29,414 Την περασμένη Τρίτη, εκεί που υπερήφανα πετούσ' ένα γεράκι, 618 00:46:29,498 --> 00:46:32,668 μια κουκουβάγια τ' άρπαξε και το 'κανε κομμάτια. 619 00:46:33,335 --> 00:46:38,590 Κι' αυτά του Δώγκαν τ' άλογα, παράδοξο κι όμως αληθινό, 620 00:46:39,466 --> 00:46:41,468 ζώα λαμπρά, 621 00:46:41,552 --> 00:46:45,222 το άνθος των αλόγων, αγρίευσαν, 622 00:46:45,305 --> 00:46:49,351 έσπασαν τους στάβλους τους και βγήκαν, ακράτητα κι επαναστατημένα, 623 00:46:49,434 --> 00:46:52,688 σαν να 'θελαν πόλεμο να κάνουν στους ανθρώπους. 624 00:46:58,193 --> 00:47:00,362 Το ένα τ' άλλο έφαγε, μου είπαν. Το ένα τ' άλλο έφαγε, μου είπαν. 625 00:47:39,443 --> 00:47:40,736 Ιδού, λοιπόν. 626 00:47:42,487 --> 00:47:45,365 Βασιλεύς, Καουδώρ, 627 00:47:46,533 --> 00:47:47,784 Γλάμης… 628 00:47:49,912 --> 00:47:52,414 Όλα όπως τα προμήνυσαν οι τρεις γυναίκες. 629 00:47:55,209 --> 00:47:57,920 Και φοβούμαι πως το παν επρόδωσες για να τ' αποκτήσεις. 630 00:48:00,923 --> 00:48:03,759 Αλλ' είπαν δεν θα τα χαρεί αυτά η γενεά σου, 631 00:48:03,842 --> 00:48:08,639 κι εγώ θα γίνω κεφαλή και ρίζα βασιλέων. 632 00:48:09,389 --> 00:48:11,308 Εάν από το στόμα τους εξέρχεται αλήθεια, 633 00:48:12,518 --> 00:48:15,562 καθώς σου το απέδειξαν τα λόγια τους, ω Μάκβεθ, 634 00:48:18,023 --> 00:48:21,527 εάν οι προφητείες τους αλήθευσαν σ' εσένα, 635 00:48:21,610 --> 00:48:27,449 σ' εμένα γιατί να μην επαληθεύσουν; Εγώ να μην ελπίζω; 636 00:48:30,536 --> 00:48:31,912 Αλλ' όμως σιωπή! Όχι άλλο. 637 00:48:48,136 --> 00:48:50,472 Ιδού ο πρώτιστός μας φίλος. 638 00:48:51,598 --> 00:48:55,227 Αν έλειπε, μέγα κενό θα είχε η γιορτή μας, 639 00:48:55,310 --> 00:48:57,187 το παν θα ήταν ανάρμοστο. 640 00:48:57,271 --> 00:49:00,566 Θα έχουμε απόψε επίσημο συμπόσιο. Σε προσκαλώ να έρθεις. Θα έχουμε απόψε επίσημο συμπόσιο. Σε προσκαλώ να έρθεις. 641 00:49:01,900 --> 00:49:03,360 Σκοπεύεις να ιππεύσεις; 642 00:49:04,111 --> 00:49:05,112 Μάλιστα, κύριέ μου. 643 00:49:05,195 --> 00:49:07,197 Θα ήθελα πολύ τη γνώμη σου σε κάτι. 644 00:49:07,281 --> 00:49:10,492 Την έβρισκα πάντοτε σωστή και γνωστική. 645 00:49:10,576 --> 00:49:12,828 Μα ες αύριον αυτά. 646 00:49:13,620 --> 00:49:14,663 Κι ως πού πηγαίνεις; 647 00:49:14,746 --> 00:49:18,417 Ως εκεί που να περάσει η ώρα έως το δείπνο. 648 00:49:19,042 --> 00:49:20,377 Μα τ' άλογό μου δεν τρέχει, 649 00:49:20,460 --> 00:49:24,381 μια ώρα ή και δυο θα κλέψω απ' τη νύχτα. 650 00:49:26,341 --> 00:49:27,467 Απ' το συμπόσιο μη λείψεις. 651 00:49:28,135 --> 00:49:29,386 Όχι, κύριέ μου. 652 00:49:29,469 --> 00:49:32,556 Μαθαίνω ότι έφυγαν οι δύο ξάδελφοί μου στην Ιρλανδία και στην Αγγλία, 653 00:49:32,639 --> 00:49:34,975 χωρίς την αμαρτία τους να εξομολογήσουν. 654 00:49:35,475 --> 00:49:36,560 Αλλά ες αύριον αυτά, 655 00:49:36,643 --> 00:49:39,563 θα έχουμε κι άλλα να κοιτάξουμε συμφέροντα του κράτους. 656 00:49:39,646 --> 00:49:42,441 Πήγαινε τώρα και καλή επιστροφή το βράδυ. 657 00:49:47,070 --> 00:49:48,280 Μαζί κι ο Φλίανς θα έρθει; 658 00:49:53,118 --> 00:49:54,119 Μάλιστα, κύριέ μου. 659 00:49:54,203 --> 00:49:56,830 Γοργά να είναι τ' άλογά σας και ασφαλή τα πόδια τους. 660 00:49:57,497 --> 00:49:59,833 Σας παραδίδω στις ράχες τους. 661 00:50:02,544 --> 00:50:03,545 Η ώρα σας καλή. 662 00:50:09,426 --> 00:50:11,220 Εφάνηκαν οι άνθρωποι εκείνοι; 663 00:50:12,429 --> 00:50:14,848 Μάλιστα, κύριέ μου. 664 00:50:21,438 --> 00:50:23,273 Χθες μ' εσάς δεν ήταν που τα είπα; 665 00:50:24,024 --> 00:50:25,859 - Μάλιστα. - Ορθώς, μεγαλειότατε. 666 00:50:25,943 --> 00:50:28,612 Λοιπόν; Σκεφτήκατε όσα είπα; 667 00:50:31,156 --> 00:50:35,369 Ο Βάγκος, να το ξέρετε, τα περασμένα χρόνια, 668 00:50:35,869 --> 00:50:38,121 εκείνος σας κατέτρεξε. 669 00:50:38,205 --> 00:50:40,666 Όχι εγώ, καθώς νομίζετε. Εγώ είμαι αθώος. 670 00:50:40,749 --> 00:50:44,211 Αυτό σας το απέδειξα, τα πάντα σας εξήγησα, 671 00:50:44,294 --> 00:50:47,673 το ποιος και πώς σας έπαιξε, τι μέσα, τι απάτη, 672 00:50:47,756 --> 00:50:50,050 ποιος σφυρηλάτησε τα έργα τούτα, 673 00:50:50,133 --> 00:50:54,388 ώστε καθένας, μισή ψυχή κι αν έχει, να πει 674 00:50:54,471 --> 00:50:55,848 "Αυτά τα έπραξε ο Βάγκος". 675 00:50:55,931 --> 00:50:57,599 Μας τα είπες. 676 00:50:57,683 --> 00:51:01,895 Και πήγα και μακρύτερα, γι' αυτόν τον λόγο σας ξανάφερα εδώ. Και πήγα και μακρύτερα, γι' αυτόν τον λόγο σας ξανάφερα εδώ. 677 00:51:03,522 --> 00:51:07,526 Τόσο μεγάλη υπομονή σάς κυριεύει, ώστε να παραβλέψετε αυτό; 678 00:51:10,195 --> 00:51:12,197 Είστε τόσο… 679 00:51:12,281 --> 00:51:16,660 ενάρετοι, ώστε εσείς προσεύχεστε γι' αυτόν και τα παιδιά του, 680 00:51:16,743 --> 00:51:20,539 που άνοιξε τον τάφο σας και τη ζητιανιά σάς έφερε για πάντα; 681 00:51:20,622 --> 00:51:22,749 Άνδρες είμαστε, κύριέ μου. 682 00:51:22,833 --> 00:51:25,335 Ναι, στα χαρτιά ως άνδρες λογαριάζεστε. 683 00:51:25,419 --> 00:51:30,424 Κι εσάς απ' τον σωρό αν σας χωρίζει κάτι, εάν στην ανθρωπότητα οι έσχατοι δεν είστε, 684 00:51:30,507 --> 00:51:32,467 πείτε το, κι εγώ θα σας ξεμυστερεύσω πράγμα 685 00:51:32,551 --> 00:51:34,803 που αν εκτελεστεί, θα φάει τον εχθρό σας. 686 00:51:34,887 --> 00:51:37,014 Είμαι άνδρας, αφέντη μου, 687 00:51:37,097 --> 00:51:40,559 αγριεμένος τόσο από του κόσμου τ' άδικα, 688 00:51:40,642 --> 00:51:42,853 ώστε τα πάντα τ' αψηφώ στο πείσμα του. 689 00:51:42,936 --> 00:51:44,104 Κι εγώ ομού. 690 00:51:44,188 --> 00:51:47,149 Η συμφορά μ' απέκαμε, μ' έδειρ' η τύχη τόσο, 691 00:51:47,232 --> 00:51:51,904 που τη ζωή μου παίζω και ή την ξεφορτώνομαι ή την καλυτερεύω. 692 00:51:53,780 --> 00:51:56,325 Κι οι δυο σας το γνωρίζετε. Εχθρός σας είναι ο Βάγκος. 693 00:51:59,119 --> 00:52:00,120 Ορθώς, κύριέ μου. Ορθώς, κύριέ μου. 694 00:52:01,330 --> 00:52:02,789 Κι εχθρός δικός μου είναι. 695 00:52:03,373 --> 00:52:04,875 Τόσο ματωμένος εχθρός, 696 00:52:04,958 --> 00:52:09,338 που όσο ζει και αναπνέει, κάθε στιγμή του μαχαιριά στη ζωή μου. 697 00:52:09,838 --> 00:52:13,091 Από το πρόσωπο της γης μπορούσα να τον σβήσω 698 00:52:13,175 --> 00:52:15,719 και νόμος μου να είν' η θέλησή μου. Πλην δεν θα το πράξω. 699 00:52:15,802 --> 00:52:19,431 Ιδού ο λόγος γιατί ζητώ τη συνδρομή σας, 700 00:52:19,515 --> 00:52:23,769 ώστε το πράγμα να κρυφτεί για λόγους πολλούς και σοβαρούς. 701 00:52:23,852 --> 00:52:26,647 Ό,τι θέλεις, κύριέ μου. Στις διαταγές σου. 702 00:52:26,730 --> 00:52:27,814 Κι αν με τη ζωή μας… 703 00:52:27,898 --> 00:52:29,942 Λάμπει η ψυχή στα μάτια σας. 704 00:52:30,025 --> 00:52:32,861 Το πράγμα πρέπει αυτήν τη νύχτα να γίνει. Μακριά απ' το παλάτι. 705 00:52:32,945 --> 00:52:35,405 Να έχετε στον νου ότι ανάγκη είναι να φανώ αθώος. 706 00:52:35,489 --> 00:52:39,493 Μη μείνει εις το έργο μας ή ρόζος ή σχισμάδα, 707 00:52:40,702 --> 00:52:45,207 πρέπει συγχρόνως και ο Φλίανς να ασπαστεί την ίδια μοίρα. 708 00:52:47,626 --> 00:52:49,169 Την απόφαση την πήραμε. 709 00:52:53,215 --> 00:52:54,716 Μπορείτε να πηγαίνετε. 710 00:53:12,109 --> 00:53:13,610 Έφυγε ο Βάγκος; 711 00:53:13,694 --> 00:53:16,321 Μάλιστα, κυρά, αλλά το βράδυ επιστρέφει. 712 00:53:23,078 --> 00:53:24,371 Πώς είσαι, κύριέ μου; 713 00:53:26,456 --> 00:53:28,417 Κατάμονος τι μένεις; 714 00:53:28,500 --> 00:53:31,295 Με θλιβερά φαντάσματα για συντροφιά σου μόνο, 715 00:53:32,129 --> 00:53:35,757 και στοχασμούς που θα 'πρεπε να είν' κι αυτοί θαμμένοι; 716 00:53:36,258 --> 00:53:38,552 Όσα δεν έχουν γιατρικό, να λησμονούνται πρέπει. 717 00:53:38,635 --> 00:53:40,345 Ό,τι έγινε, έγινε. 718 00:53:41,763 --> 00:53:44,850 Εκόψαμε το φίδι, μα δεν το σκοτώσαμε. 719 00:53:46,268 --> 00:53:47,978 Θα γιατρευτεί η πληγή του, 720 00:53:48,061 --> 00:53:52,024 κι ο κίνδυνος και πάλι του δοντιού του τον δόλο μας τον μάταιο θα ξαναφοβερίζει. 721 00:53:53,567 --> 00:53:56,069 Καλύτερα με τους αποθαμένους, που στείλαμε εμείς 722 00:53:56,153 --> 00:54:00,824 στου τάφου την ειρήνη, παρά τον νου μας βάσανα αιώνια να τρώγουν. στου τάφου την ειρήνη, παρά τον νου μας βάσανα αιώνια να τρώγουν. 723 00:54:02,743 --> 00:54:04,411 Ο Δώγκαν αναπαύεται στο μνήμα του. 724 00:54:04,494 --> 00:54:07,164 Μετά του βίου τον παροξυσμό, κοιμάται. 725 00:54:08,373 --> 00:54:11,376 Η προδοσία έπραξε τα χείριστα. Μαχαίρι ούτε φαρμάκι, 726 00:54:11,460 --> 00:54:16,840 μηδέ των συγγενών ή ξένων δόλος δεν τον αγγίζουν άλλο. 727 00:54:16,924 --> 00:54:22,012 Έλα. Αυτά τ' αγριεμένα μάτια σου απάλυνέ τα. 728 00:54:22,554 --> 00:54:25,599 Στο δείπνο κοίτα εύθυμος και ζωηρός να είσαι. 729 00:54:28,268 --> 00:54:31,104 Ω την ψυχή μου έχω σκορπιούς γεμάτη. 730 00:54:32,231 --> 00:54:36,068 Μάθε ότι ο Βάγκος και το τέκνο του ακόμα ζουν. 731 00:54:36,151 --> 00:54:39,321 Κάτι βασιλικό έχει πάνω του, που προκαλεί τον φόβο. 732 00:54:39,404 --> 00:54:41,406 Τα πάντα δύναται να τολμήσει. 733 00:54:43,033 --> 00:54:44,952 Και στην ακαταδάμαστη ανδρεία της ψυχής του 734 00:54:45,035 --> 00:54:47,871 υπάρχει και η φρόνηση που οδηγεί ασφαλώς την άσβεστη ορμή του. 735 00:54:47,955 --> 00:54:50,999 Μόνο αυτόν φοβούμαι. 736 00:54:51,083 --> 00:54:53,752 Άφησέ τα αυτά. 737 00:54:55,671 --> 00:54:59,216 Επέπληξε τις αδελφές βασιλέα όταν με πρωτοχαιρέτισαν. 738 00:54:59,299 --> 00:55:01,176 Να του μιλήσουν πρόσταξε. Να του μιλήσουν πρόσταξε. 739 00:55:01,760 --> 00:55:07,558 Κι εκείνες τον προφήτευσαν πατέρα βασιλέων. 740 00:55:07,641 --> 00:55:10,269 Στην κεφαλή μου έβαλαν άκαρπο στέμμα, 741 00:55:10,352 --> 00:55:12,104 στείρο σκήπτρο μου δώσαν να κρατώ, 742 00:55:12,187 --> 00:55:14,690 για να μου αφαιρεθεί κατόπιν από ξένους, 743 00:55:14,773 --> 00:55:16,692 χωρίς να έχω τέκνο μου εγώ για διάδοχό μου. 744 00:55:16,775 --> 00:55:21,363 Προς χάριν της γενιάς του Βάγκου, την ψυχή μου την εκδήλωσα. 745 00:55:21,864 --> 00:55:23,866 Τον Δώγκαν τον εσκότωσα. 746 00:55:23,949 --> 00:55:27,077 Φαρμάκια γέμισα τις φλέβες της γαλήνιας καρδιάς μου. 747 00:55:27,160 --> 00:55:30,497 Στον αντίπαλο του ανθρώπου παρέδωσα τ' αθάνατο κειμήλιό μου, 748 00:55:30,581 --> 00:55:32,332 για να γίνουν βασιλείς εκείνοι! 749 00:55:33,959 --> 00:55:37,254 Οι σπόροι του Βάγκου, βασιλείς! 750 00:55:37,880 --> 00:55:40,299 Αιώνιο συμβόλαιο με τη ζωή δεν έχουν. 751 00:55:40,382 --> 00:55:41,800 Τα πάντα δεν εχάθηκαν. 752 00:55:43,218 --> 00:55:46,430 Αθάνατοι δεν είναι. Κάνε κι εσύ καρδιά. 753 00:55:48,432 --> 00:55:51,685 Πριν αρχίσει να πετά η τυφλή η νυχτερίδα, 754 00:55:52,477 --> 00:55:55,063 πριν κράξει τον ασκάθαρο η σκοτεινή Εκάτη, 755 00:55:55,147 --> 00:55:58,483 το νυσταγμένο σήμαντρο της νύχτας πριν βουΐσει, 756 00:55:58,567 --> 00:56:00,777 πράγμα φρικτό και φοβερό θα γίνει. πράγμα φρικτό και φοβερό θα γίνει. 757 00:56:02,487 --> 00:56:03,947 Τι θα γίνει; 758 00:56:04,531 --> 00:56:06,575 Καλύτερα εσύ να μη γνωρίζεις, 759 00:56:07,701 --> 00:56:09,494 ώσπου χαρά να πάρεις σαν θα γίνει. 760 00:56:11,747 --> 00:56:13,290 Έλα, ω νύχτα σκοτεινή, 761 00:56:14,333 --> 00:56:18,712 το πέπλο σου ρίξε στα μάτια της αγαθής ημέρας. 762 00:56:19,588 --> 00:56:22,174 Με αόρατο χέρι κι αιματόρροο 763 00:56:23,050 --> 00:56:27,304 να σκίσεις το συμβόλαιο που με κρατά λιπόψυχο. 764 00:56:28,263 --> 00:56:29,431 Πήζει το φως. 765 00:56:30,390 --> 00:56:32,893 Ο κόρακας παίρνει το πέταγμά του στο δάσος του. 766 00:56:34,311 --> 00:56:36,605 Τα έργα τα ωραία της μέρας κουρνιάζουν στη γαλήνη, 767 00:56:36,688 --> 00:56:39,525 καθώς του σκότους τα δαιμόνια ξυπνούν για τη βορά τους. 768 00:56:40,776 --> 00:56:43,612 Αν και θαυμάζεις όσα λέω, μείνε ήρεμη. 769 00:56:47,032 --> 00:56:50,619 Ό,τι με το κακό έχει σπαρθεί, με το κακό θ' ανθίσει. 770 00:57:28,073 --> 00:57:29,992 Ποιος σ' έστειλε κοντά μας; 771 00:57:30,951 --> 00:57:32,202 Ο Μάκβεθ. 772 00:57:33,412 --> 00:57:36,123 Γιατί να τον υποπτευόμαστε; Αφού σωστά τα λέγει, 773 00:57:36,206 --> 00:57:38,542 τι έχουμε να κάνουμε ορθώς το παραγγέλνει. 774 00:57:39,168 --> 00:57:40,502 Μείνε μαζί μας, λοιπόν. 775 00:57:44,298 --> 00:57:47,050 Φέξτε! 776 00:57:51,138 --> 00:57:52,514 Φέξε μας εδώ. 777 00:58:12,409 --> 00:58:13,785 Ο καιρός βροχή θα φέρει. 778 00:58:13,869 --> 00:58:15,495 Ας φέρει. 779 00:58:28,133 --> 00:58:29,593 Φλίανς! 780 00:58:42,022 --> 00:58:45,359 Τρέχα, Φλίανς! Τρέχα! 781 00:58:58,121 --> 00:59:01,083 Ο ένας μόνο έπεσε. Μας έφυγε ο γιος του. Ο ένας μόνο έπεσε. Μας έφυγε ο γιος του. 782 00:59:02,167 --> 00:59:04,545 Η μισή μας η δουλειά πηγαίνει στα χαμένα. 783 00:59:04,628 --> 00:59:07,464 Αυτό που τώρα έγινε ας πάμε να το πούμε. 784 01:00:34,301 --> 01:00:38,263 Γιατί ο Μακδώφ δεν μας τιμή με τη δική του παρουσία; 785 01:00:38,347 --> 01:00:40,474 - Τον προσκάλεσες; - Μεγαλειότατε. 786 01:00:42,476 --> 01:00:44,811 Καθείς γνωρίζει τον βαθμό του. Λάβετε τη θέση σας. 787 01:00:45,687 --> 01:00:48,774 Καλώς ορίσατε όλοι σας, κι ο έσχατος κι ο πρώτος. 788 01:00:52,653 --> 01:00:54,988 Τώρα ευθύς θα έρθω, να πιω εις την υγειά σας. 789 01:01:07,167 --> 01:01:09,837 - Γεμάτο αίμα είναι το πρόσωπό σου. - Του Βάγκου αίμα. 790 01:01:10,462 --> 01:01:12,673 Καλύτερα επάνω σου, παρά μες στο κορμί του. 791 01:01:13,423 --> 01:01:14,591 Τον ξεκάνατε; 792 01:01:14,675 --> 01:01:17,803 Κύριέ μου, εγώ του έκοψα τον λαιμό. 793 01:01:18,387 --> 01:01:20,722 Λαιμοκόπος, το λοιπόν, κανείς καλύτερός σου. 794 01:01:21,306 --> 01:01:23,267 Καλός κι όποιος του Φλίανς έκανε τα ίδια. 795 01:01:23,350 --> 01:01:25,352 Αν το 'καμνες εσύ, ταίρι άλλο δεν έχεις. 796 01:01:26,812 --> 01:01:28,146 Βασιλικέ μου αφέντη… 797 01:01:32,192 --> 01:01:33,735 ο Φλίανς μάς ξέφυγε. 798 01:01:36,405 --> 01:01:39,116 Τότε και πάλι αρρώστησα. Αλλιώς εξαίρετα ήμουν. 799 01:01:40,367 --> 01:01:41,702 Τον Βάγκο τον έχουμε, όμως; 800 01:01:42,286 --> 01:01:44,288 Μάλιστα, αφέντη μου. 801 01:01:44,371 --> 01:01:48,417 Τον έχουμε σ' ένα χαντάκι μέσα, με 20 αιμορραγείς πληγές στην κεφαλή του. 802 01:01:48,500 --> 01:01:50,127 Και μία θα τον σκότωνε. 803 01:01:51,295 --> 01:01:53,046 Το μέγα φίδι έλειψε. 804 01:01:53,130 --> 01:01:55,883 Εσώθη το σκουλήκι κι έχει ζωή να χύσει το φαρμάκι του. 805 01:01:55,966 --> 01:01:57,551 Τώρα δεν έχει δόντια. 806 01:01:58,468 --> 01:01:59,720 Χαθείτε. 807 01:01:59,803 --> 01:02:02,848 Άρχοντά μου, πώς δεν μας ζωηραίνεις; Άρχοντά μου, πώς δεν μας ζωηραίνεις; 808 01:02:03,932 --> 01:02:05,392 Γλυκιά μου, εσύ, ενθύμηση. 809 01:02:06,268 --> 01:02:09,271 Στην όρεξή σας εύχομαι χώνευση καλή κι υγεία… 810 01:02:09,354 --> 01:02:10,397 Και στα δύο. 811 01:02:11,148 --> 01:02:12,399 Κάθισε, υψηλότατε. 812 01:02:12,482 --> 01:02:15,277 Η στέγη μας απόψε τη δόξα θα εσκέπαζε αυτού του τόπου όλη, 813 01:02:15,360 --> 01:02:17,362 εάν εδώ ήταν παρών κι ο Βάγκος μας. 814 01:02:17,446 --> 01:02:20,782 Μα κάλλιο μάλωμα ν' αξίζει, παρά να εκακόπαθε και λύπη να του πρέπει. 815 01:02:20,866 --> 01:02:23,535 Η απουσία του πληγώνει αυτό που υπεσχέθη. 816 01:02:23,619 --> 01:02:26,788 Δεν κάθεσαι, αφέντη μου, κι εσύ να μας τιμήσεις; 817 01:02:28,749 --> 01:02:30,542 Ιδού εδώ μια θέση. 818 01:02:39,968 --> 01:02:42,179 Τι σε ταράζει, αφέντη μου; 819 01:02:44,473 --> 01:02:46,058 Ποιος από σας το έκανε αυτό; 820 01:02:47,309 --> 01:02:48,810 Ποιο; 821 01:02:48,894 --> 01:02:50,395 Δεν μπορείτε να πείτε εγώ. 822 01:02:54,858 --> 01:02:57,778 Μη τα μαλλιά σου μου κινείς τα αιματοβαμμένα! 823 01:02:57,861 --> 01:03:01,240 Σηκωθείτε, κύριοι. Ο άρχοντας δεν είναι καλά. Σηκωθείτε, κύριοι. Ο άρχοντας δεν είναι καλά. 824 01:03:01,323 --> 01:03:02,491 Καθίστε, φίλοι σεβαστοί. 825 01:03:02,574 --> 01:03:05,994 Αυτά συχνά τα έχει, και από νέος μάλιστα. Καθίστε, φάγετε. 826 01:03:06,078 --> 01:03:09,831 Είναι το πράγμα της στιγμής. Ευθύς θα του περάσει. 827 01:03:10,999 --> 01:03:12,000 Άνδρας είσαι; 828 01:03:12,084 --> 01:03:14,628 Μάλιστα, και τολμηρός, 829 01:03:14,711 --> 01:03:17,130 αφού τολμώ και βλέπω αυτό που διάβολο θα τρόμαζε. 830 01:03:17,214 --> 01:03:19,091 Πλάσματα φόβου είναι όλα. 831 01:03:19,174 --> 01:03:21,718 Σαν το μαχαίρι που 'λεγες στον Δώγκαν πως σε πήγε. 832 01:03:21,802 --> 01:03:25,514 Αν στέκομαι εδώ, τον είδα! 833 01:03:25,597 --> 01:03:26,932 Ντροπή σου, αλήθεια. 834 01:03:27,516 --> 01:03:30,060 Ήταν καιρός που έφτανε να χύσεις τα μυαλά του, 835 01:03:30,143 --> 01:03:32,020 και πέθαινε ο άνθρωπος, τελείωναν τα πάντα! 836 01:03:32,104 --> 01:03:35,691 Μα τώρα ανασταίνονται και βγαίνουν απ' τους τάφους με κεφαλή αιμάσσουσα, 837 01:03:35,774 --> 01:03:37,651 και στα σκαμνιά μας μας σκουντούν! 838 01:03:37,734 --> 01:03:40,320 Τούτο πιο θαυμαστό είναι κι από αυτόν τον φόνο. 839 01:03:43,031 --> 01:03:45,492 Χάσου! Λείψε απ' τα μάτια μου! 840 01:03:45,576 --> 01:03:47,202 Έχεις τα κόκαλα στεγνά! 841 01:03:47,286 --> 01:03:49,079 Το αίμα παγωμένο! 842 01:03:49,162 --> 01:03:51,582 Είν' άψυχα τα μάτια σου αυτά που με κοιτάζουν. 843 01:03:57,337 --> 01:03:59,631 Χάσου, φάσμα φρικαλέο! 844 01:03:59,715 --> 01:04:01,800 Απάτης πλάσμα, φύγε! Απάτης πλάσμα, φύγε! 845 01:04:20,861 --> 01:04:22,154 Ιδού… 846 01:04:23,405 --> 01:04:24,531 ευθύς που χάθηκε… 847 01:04:26,742 --> 01:04:28,035 άνδρας εκ νέου γίνομαι. 848 01:04:29,161 --> 01:04:31,163 Να μη με συνερίζεστε, αγαπητοί μου φίλοι. 849 01:04:31,246 --> 01:04:35,584 Ασθένεια παράδοξη με βασανίζει, μα τίποτα δεν είναι για όσους με γνωρίζουν. 850 01:04:36,084 --> 01:04:40,422 Η ευθυμία πάει. Με την πολλή σου ταραχή τη συντροφιά την έκανες να γίνει άνω κάτω. 851 01:04:41,590 --> 01:04:45,219 Πώς γίνετ' αυτά να έρχονται σαν σύννεφο καλοκαιριού εμπρός μας, 852 01:04:45,302 --> 01:04:46,720 και να μη φέρουν θαυμασμό; 853 01:04:46,803 --> 01:04:50,807 Με κάνεις ν' ανησυχώ για την κατάστασή μου, 854 01:04:50,891 --> 01:04:52,851 όταν σε βλέπω μπρος σε τέτοιο θέαμα 855 01:04:52,935 --> 01:04:56,813 με μάγουλα ροδαλά, ενώ εγώ κατάλευκα τα νιώθω από τον φόβο. 856 01:04:56,897 --> 01:04:59,733 - Ποιο θέαμα, αφέντη μου; - Μην του μιλάτε. 857 01:05:00,484 --> 01:05:02,694 Γίνεται χειρότερα. Αν τον ρωτούν, ανάβει. 858 01:05:02,778 --> 01:05:04,238 Καλή σας νύχτα. 859 01:05:04,321 --> 01:05:06,782 Αφήστε την τάξη και τη σειρά, φύγετε πάραυτα. 860 01:05:06,865 --> 01:05:09,326 Καληνύχτα. Είθε ο βασιλεύς την υγειά του να βρει. 861 01:05:09,409 --> 01:05:11,370 Νύχτα καλή και αγαθή σε όλους. 862 01:05:17,167 --> 01:05:18,544 Αίμα θέλει. 863 01:05:19,962 --> 01:05:20,963 Το λέει το ρητό… 864 01:05:23,340 --> 01:05:24,842 "Το αίμα θέλει αίμα". 865 01:05:27,678 --> 01:05:30,639 Ακούσαν δέντρα να μιλούν, κινήθηκαν οι λίθοι. 866 01:05:32,599 --> 01:05:35,727 Τα προμηνύματα της καρακάξας, 867 01:05:35,811 --> 01:05:39,189 του κορακιού, τις κίσσας, βγάζουν άξαφνα στο φως τον φόνο τον κρυμμένο. 868 01:05:42,192 --> 01:05:43,443 Ξημέρωσε; 869 01:05:44,653 --> 01:05:47,281 Φιλονικούν η νύχτα με τη μέρα. Καμιά τους δεν νικά. 870 01:05:48,824 --> 01:05:53,120 Πώς σου εφάνη να τον προστάξω τον Μακδώφ κι εκείνος ν' απειθήσει; 871 01:05:54,663 --> 01:05:56,790 Του έστειλες άνθρωπο; 872 01:05:58,292 --> 01:06:00,711 Το έμαθα εκ τύχης. Μα θα στείλω. Το έμαθα εκ τύχης. Μα θα στείλω. 873 01:06:00,794 --> 01:06:04,173 Απ' αυτούς δεν είναι ούτ' ένας που άνθρωπό μου κοντά του να μην έχει. 874 01:06:06,466 --> 01:06:09,845 Πρωί πρωί στις αδελφές τις αλλόκοτες θα πάω. Να μου πουν κι άλλα. 875 01:06:11,180 --> 01:06:14,474 Τόσο βαθιά εχώθηκα στο αίμα έως τώρα, 876 01:06:14,558 --> 01:06:18,896 ώστε το να γυρίσω πίσω θα είν' επίσης δύσκολο καθώς να προχωρήσω. 877 01:06:21,732 --> 01:06:24,568 Όσα παράξενα ο νους μου μελετά το χέρι θα τα πράξει. 878 01:06:24,651 --> 01:06:26,028 Ας γίνουν πρώτα… 879 01:06:27,696 --> 01:06:28,989 κι έπειτα ας ειπωθούν. 880 01:06:31,658 --> 01:06:35,537 Το μέγα δυναμωτικό σού λείπει, ο ύπνος. 881 01:06:36,747 --> 01:06:38,415 Πάμε να πλαγιάσουμε. 882 01:06:41,168 --> 01:06:47,591 Αυτά που εγώ φαντάστηκα ο φόβος τα εμπνέει. 883 01:06:50,010 --> 01:06:51,845 Στην πράξη είμαστε ακόμα νέοι. 884 01:07:05,234 --> 01:07:06,485 Είναι ώρα. 885 01:07:07,444 --> 01:07:08,779 Είναι η ώρα. 886 01:07:09,821 --> 01:07:13,158 ΤΟ ΑΥΡΙΟ 887 01:07:38,934 --> 01:07:41,228 Το δάχτυλο με τρώγει, 888 01:07:42,187 --> 01:07:45,065 κάτι φιλόκακο πλησιάζει. 889 01:07:47,901 --> 01:07:51,655 Εσείς, μεσονυχτιάτικες, κρυφές και μαύρες στρίγκλες. 890 01:07:52,656 --> 01:07:54,032 Τι κάνετε; 891 01:07:54,533 --> 01:07:57,369 Όνομα το έργο μας δεν έχει. 892 01:07:58,120 --> 01:07:59,413 Σας εξορκίζω, 893 01:08:00,289 --> 01:08:03,250 από τη μυστική σας τέχνη, όπως κι αν σας έρχεται, αποκριθείτε. 894 01:08:03,333 --> 01:08:07,337 Κι η φύση ολάκερη να γίνει άνω κάτω, αποκριθείτε μου σε ό,τι ζητώ. 895 01:08:07,421 --> 01:08:08,422 Λάλησε. 896 01:08:08,505 --> 01:08:10,716 - Ζήτα το. - Κι απόκριση θα λάβεις. 897 01:08:10,799 --> 01:08:15,345 Τη θέλεις την απόκριση απ' τα δικά μας χείλη ή από αφέντες μας; 898 01:08:15,429 --> 01:08:18,807 Καλέστε τους. Να τους δω. 899 01:08:26,356 --> 01:08:29,109 Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτωνε. 900 01:08:29,609 --> 01:08:32,613 Καίγε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό. 901 01:08:32,696 --> 01:08:36,533 Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτωνε. Καίγε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό. 902 01:08:36,617 --> 01:08:39,828 Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτωνε. Καίγε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό. 903 01:08:46,835 --> 01:08:49,587 Δάχτυλο από βρέφος πόρνης, 904 01:08:50,255 --> 01:08:53,550 που το 'πνιξε στη γέννα και το 'ριξε στον τάφο. 905 01:08:56,178 --> 01:08:58,764 Συκώτι βλάσφημου Εβραίου, 906 01:08:59,848 --> 01:09:02,725 τράγου άντερο και αψιθιάς κλαρί. τράγου άντερο και αψιθιάς κλαρί. 907 01:09:03,227 --> 01:09:09,024 Μ' έκλειψη σελήνης μαζευτήκαν. Τούρκου μύταρος, Τατάρου χείλη. 908 01:09:09,608 --> 01:09:11,693 Και αίμα νυχτερίδας. 909 01:09:11,777 --> 01:09:14,029 - Βάλ' το. - Βάλ' το. 910 01:09:14,112 --> 01:09:16,448 Ανακάτωνε το καζάνι. 911 01:09:16,532 --> 01:09:19,201 Ρίξε τα φαρμακωμένα εντόσθια. 912 01:09:19,283 --> 01:09:21,495 Όλ' ανακατωθείτε και αφρίζετε, 913 01:09:22,371 --> 01:09:26,792 να κοχλάζει ο στοιχειωμένος διαβολοχυλός. 914 01:09:29,837 --> 01:09:32,214 Άγνωστη δύναμη, πες μου… 915 01:09:32,296 --> 01:09:36,635 Ξέρει στον νου τι έχεις. Άκουγε μόνο, μη λαλείς. 916 01:09:36,718 --> 01:09:40,138 Μάκβεθ. 917 01:09:41,014 --> 01:09:42,975 Φυλάξου απ' τον Μακδώφ. 918 01:09:43,684 --> 01:09:45,894 Φυλάξου απ' τον θάνη του Φάιφ. 919 01:09:45,978 --> 01:09:48,397 Ό,τι κι αν είσαι, ευχαριστώ για τη συμβουλή σου. 920 01:09:48,479 --> 01:09:50,858 Ταιριάζει με τους φόβους μου. Μα μια ακόμη λέξη… 921 01:09:50,941 --> 01:09:52,818 Δεν δέχεται προστάγματα. 922 01:09:53,569 --> 01:09:56,989 Έρχεται άλλος τώρα, ακόμη πιο ισχυρός. 923 01:09:57,072 --> 01:10:00,325 Μάκβεθ. Μάκβεθ. 924 01:10:00,409 --> 01:10:02,202 Και με τριπλά αυτιά θα σ' άκουγα. 925 01:10:02,286 --> 01:10:05,247 Έχε τη δίψα αίματος, κι απόφαση και τόλμη. 926 01:10:05,330 --> 01:10:07,875 Και μην ποτέ σου φοβηθείς τη δύναμη ανθρώπου, 927 01:10:07,958 --> 01:10:11,962 διότι γέννα γυναικός ποτέ δεν θα σε βλάψει. 928 01:10:12,713 --> 01:10:16,133 Τότε, λοιπόν, ζήσε, Μακδώφ! Προς τι να σε φοβάμαι; 929 01:10:16,967 --> 01:10:20,804 Μα την ασφάλεια διπλή τη θέλω, και να κρατώ ενέχυρο από την ειμαρμένη. 930 01:10:20,888 --> 01:10:22,306 Δεν σου χαρίζω τη ζωή. 931 01:10:22,389 --> 01:10:25,309 Τον φόβο τον χλωμόκαρδο θα τον κηρύξω ψεύτη, 932 01:10:25,392 --> 01:10:27,019 ύπνο βαθύ και με βροντές θα βρίσκω. 933 01:10:28,604 --> 01:10:32,608 Τι είναι αυτό που πρόβαλε σαν τέκνο βασιλέως, 934 01:10:32,691 --> 01:10:35,903 με τον χρυσό της βασιλείας κύκλο στο βρεφικό του μέτωπο; 935 01:10:35,986 --> 01:10:38,530 Άκουγε και μη λαλείς. 936 01:10:38,614 --> 01:10:42,451 Ο Μάκβεθ δεν θα νικηθεί, 937 01:10:42,534 --> 01:10:48,999 εκτός και αν κινήσει στον Δουνσινάνη ν' ανεβεί το δάσος της Βερνάμης. 938 01:10:49,082 --> 01:10:50,501 Αυτό δεν θα γίνει. 939 01:10:51,251 --> 01:10:55,422 Ποιος μπορεί δέντρο να προστάξει τις ρίζες του να βγάλει; 940 01:10:55,506 --> 01:10:58,634 Μα η καρδιά μου λαχταρά να μάθει κάτι ακόμη. 941 01:10:58,717 --> 01:11:01,053 Αν η τέχνη σας ως εκεί πηγαίνει. Αν η τέχνη σας ως εκεί πηγαίνει. 942 01:11:02,221 --> 01:11:05,557 Θα βασιλεύσει εδώ ποτέ η γενεά του Βάγκου; 943 01:11:07,684 --> 01:11:09,269 Μη ζητάς άλλα να μάθεις. 944 01:11:10,771 --> 01:11:14,066 Μη ζητάς άλλα να μάθεις. 945 01:11:41,218 --> 01:11:42,719 Είδες τις αλλόκοτες τις αδερφές; 946 01:11:42,803 --> 01:11:45,138 - Όχι, άρχοντά μου. - Δεν πέρασαν εμπρός σου; 947 01:11:46,265 --> 01:11:47,266 Όχι, αλήθεια. 948 01:11:47,349 --> 01:11:50,477 Μολυσμένος απ' όπου κι αν επέρασαν να μείνει ο αέρας. 949 01:11:50,561 --> 01:11:53,105 Κι όποιος τις πιστεύει, αναθεματισμένος! 950 01:11:54,064 --> 01:11:56,483 Άκουσα ποδόκτυπον αλόγων. Ποιος ήρθε; 951 01:11:57,317 --> 01:11:59,486 Ήρθαν δυο τρεις την είδηση να φέρουν, 952 01:11:59,987 --> 01:12:01,488 ότι ο Μακδώφ διέφυγε στην Αγγλία. ότι ο Μακδώφ διέφυγε στην Αγγλία. 953 01:12:02,573 --> 01:12:04,867 - Διέφυγε στην Αγγλία; - Μάλιστα, κύριέ μου. 954 01:12:06,827 --> 01:12:10,330 Ο χρόνος πρόλαβε τα κατορθώματά μου. 955 01:12:10,414 --> 01:12:11,999 Στο εξής, 956 01:12:12,082 --> 01:12:15,419 ό,τι ο νους γεννά, ευθύς το χέρι θα το πράττει. 957 01:12:15,502 --> 01:12:21,008 Και τώρα μάλιστα. Τον στοχασμό θα στεφανώσω μ' έργα. 958 01:12:21,091 --> 01:12:24,219 Στο κάστρο του Μακδώφ θα επιτεθώ, το Φάιφ θα κυριεύσω. 959 01:12:24,303 --> 01:12:26,930 Και θα περάσω απ' το σπαθί γυναίκα και παιδιά του, 960 01:12:27,014 --> 01:12:30,726 κάθε κακότυχη ψυχή που συγγενή τον έχει. 961 01:12:30,809 --> 01:12:32,394 Τέρμα τα λόγια τα ανόητα. 962 01:12:32,477 --> 01:12:35,022 Το πράγμα θα τελειώσει όσο ακόμα βράζει μέσα μου! 963 01:12:35,105 --> 01:12:37,232 Όχι άλλα φάσματα! 964 01:13:03,717 --> 01:13:06,595 Λέω μόνο ότι συνέπεσαν παράδοξα τα πράγματα. 965 01:13:08,472 --> 01:13:11,225 Τον Δώγκαν τον έκλαψε ο Μάκβεθ. 966 01:13:12,059 --> 01:13:13,519 Αφού είχε αποθάνει. 967 01:13:14,019 --> 01:13:16,355 Ο θαρραλέος Βάγκος άργησε να φύγει. 968 01:13:16,438 --> 01:13:21,818 Αν αγαπάς, τον φόνο του στον Φλίανς απόδωσέ τον, αφού αυτός ξέφυγε. 969 01:13:21,902 --> 01:13:27,574 Ο άνδρας γοργά πρέπει να βαδίζει. Μαθαίνω ότι ο Μακδώφ ζει ατιμασμένος. 970 01:13:27,658 --> 01:13:29,576 Ξέρεις, κύριε, πού κατέφυγε; 971 01:13:29,660 --> 01:13:31,787 Ο Μάλκολμ, του Δώγκαν ο διάδοχος, 972 01:13:32,538 --> 01:13:34,957 τον θρόνο του οποίου ο τύραννος σφετερίζεται, 973 01:13:35,582 --> 01:13:37,543 ζει στην Αγγλία. 974 01:13:37,626 --> 01:13:40,170 Εκεί πήγε κι ο Μακδώφ, βοήθεια να γυρέψει. 975 01:13:40,671 --> 01:13:45,592 Αλλά ο Μάκβεθ όλα τα πληροφορήθηκε κι ετοιμάζεται να κάνει εκστρατεία. 976 01:13:46,426 --> 01:13:49,346 Ως την Αγγλία άγγελος ας ήταν να πετάξει 977 01:13:49,429 --> 01:13:52,015 να πει τα λόγια προτού εκείνος φτάσει, 978 01:13:53,016 --> 01:13:56,645 ώστε γοργά να έρθει σωτηρία στη γη αυτήν που τυραννά… 979 01:13:58,272 --> 01:14:01,316 καταραμένο χέρι. καταραμένο χέρι. 980 01:14:11,326 --> 01:14:13,787 Τι έκανε; Γιατί τόση βία να ξεφύγει; 981 01:14:13,871 --> 01:14:16,623 - Χρειάζεται υπομονή. - Εκείνος δεν την είχε. 982 01:14:16,707 --> 01:14:18,709 Το φευγιό του ήταν μια τρέλα. 983 01:14:18,792 --> 01:14:22,421 Αν όχι με τα έργα μας, με τους φόβους μας γινόμαστε προδότες. 984 01:14:22,504 --> 01:14:26,216 Δεν ξέρεις αν τον ώθησε ο φόβος ή η σωφροσύνη. 985 01:14:26,300 --> 01:14:27,342 Η σωφροσύνη! 986 01:14:27,926 --> 01:14:32,931 Ν' αφήσει γυναίκα και παιδιά, το κάστρο του, τους τίτλους του, 987 01:14:33,015 --> 01:14:35,976 κι από εκεί να φύγει; 988 01:14:36,852 --> 01:14:38,103 Δεν μας αγαπά. 989 01:14:39,146 --> 01:14:41,523 Το έμφυτο δεν το 'χει. 990 01:14:42,107 --> 01:14:45,527 Κι ο τρυποφράκτης ο μικρός, μικρότερος απ' όλα τα πουλιά, 991 01:14:45,611 --> 01:14:49,323 την κουκουβάγια πολέμα, και τα μικρά εις τη φωλιά αφήνει. 992 01:14:49,406 --> 01:14:52,993 Καλή μου ξαδέλφη, κυβέρνησε τη λύπη σου. 993 01:14:53,076 --> 01:14:57,789 Ο άνδρας σου είν' ευγενής και γνωστικός και δίκαιος, 994 01:14:57,873 --> 01:15:02,878 και κρίνει πόθεν ο άνεμος φυσά. και κρίνει πόθεν ο άνεμος φυσά. 995 01:15:04,046 --> 01:15:06,298 Άλλα να πω δεν θέλω. 996 01:15:07,216 --> 01:15:09,218 Μα ζούμε δύσκολους καιρούς 997 01:15:09,301 --> 01:15:12,471 ενόσω εν αγνοία μας γινόμαστε προδότες, 998 01:15:12,554 --> 01:15:17,434 ενόσω απ' τον φόβο μας παρεξηγούμε φήμες, μα τι φοβούμεθα κανείς μας δεν το ξέρει. 999 01:15:18,352 --> 01:15:24,816 Κι όμως όλοι αρμενίζουμε σε άγρια πελάγη προς κάπου και στο πουθενά. 1000 01:15:24,900 --> 01:15:26,068 Καλέ μου ξάδελφε. 1001 01:15:29,321 --> 01:15:32,950 Πατέρα έχει, μα από πατέρα ορφανό είναι. 1002 01:15:35,452 --> 01:15:39,164 Πέθανε ο πατέρας σου. 1003 01:15:39,998 --> 01:15:42,459 Και τώρα τι θ' απογίνεις; Πώς θα ζήσεις; 1004 01:15:42,543 --> 01:15:45,003 Δεν πέθαν' ο πατέρας μου, κι ό,τι κι αν θέλεις λέγε. 1005 01:15:45,087 --> 01:15:46,463 Κι όμως, πέθανε. 1006 01:15:46,547 --> 01:15:48,549 Και πού θα βρεις άλλον; 1007 01:15:48,632 --> 01:15:51,385 Όχι. Εσύ πού θα βρεις άλλον σύζυγο; 1008 01:15:52,010 --> 01:15:54,638 Όπου κι αν πάω, 20 αν θέλω αγοράζω. 1009 01:15:54,721 --> 01:15:57,975 Αγόρασε, λοιπόν, να τους ξαναπουλήσεις. 1010 01:15:58,058 --> 01:16:02,771 Μιλάς μέχρι εκεί που φτάνει ο νους σου, μα φτάνει κάμποσο. Μιλάς μέχρι εκεί που φτάνει ο νους σου, μα φτάνει κάμποσο. 1011 01:16:03,897 --> 01:16:05,774 Προδότης είναι αλήθεια ο πατέρας μου; 1012 01:16:07,067 --> 01:16:08,485 Ναι, είναι. 1013 01:16:08,986 --> 01:16:10,320 Τι θα πει προδότης; 1014 01:16:12,114 --> 01:16:16,118 Εκείνος που ορκίζεται κι ύστερα ψέματα λέγει. 1015 01:16:16,618 --> 01:16:19,121 Κι όσοι το κάνουν αυτό προδότες είναι; 1016 01:16:19,621 --> 01:16:23,250 Όσοι το κάνουν αυτό είναι προδότες και θέλουν όλοι κρέμασμα. 1017 01:16:23,959 --> 01:16:25,127 Και ποιος τους κρεμάει; 1018 01:16:25,878 --> 01:16:27,713 Οι άνθρωποι οι έντιμοι. 1019 01:16:28,213 --> 01:16:32,176 Όσοι ορκίζονται και ψέματα λέγουν είναι ανόητοι, 1020 01:16:32,759 --> 01:16:37,097 γιατί τόσοι που είναι, τους έντιμους μπορούν αυτοί να τους κρεμάσουν. 1021 01:16:38,765 --> 01:16:40,559 - Κυρά μου. - Τι λόγια λες. 1022 01:16:40,642 --> 01:16:41,727 Ευλογημένη, αρχόντισσα. 1023 01:16:41,810 --> 01:16:46,398 Δεν με γνωρίζεις, μα εγώ ποια είσαι το γνωρίζω. 1024 01:16:46,481 --> 01:16:49,359 Φοβάμαι ότι κίνδυνος σου έρχεται μεγάλος. 1025 01:16:49,443 --> 01:16:52,154 Μιας γυναίκας ταπεινής τη γνώμη άκου. 1026 01:16:52,237 --> 01:16:53,864 Εδώ μην τύχει και βρεθείς. 1027 01:16:53,947 --> 01:16:55,324 Φύγε με τα μικρά σου. 1028 01:16:55,407 --> 01:16:57,743 Και πού να πάω; Εγώ δεν έπραξα κακό τι. 1029 01:17:00,078 --> 01:17:01,163 Αλλά θυμάμαι τώρα. 1030 01:17:03,081 --> 01:17:07,127 Στον κόσμο τον επίγειο, το κακό σαν κάνεις είναι συχνά επαινετό, 1031 01:17:07,211 --> 01:17:10,172 το δε καλό να πράττεις, το λογαριάζουν κάποτε ως κινδυνώδη τρέλα. 1032 01:17:11,048 --> 01:17:15,886 Τι όφελος προσμένω από την υπεράσπιση αυτήν τη γυναικεία ότι κακό δεν έκανα; 1033 01:17:30,901 --> 01:17:32,027 Πού είναι ο άνδρας σου; 1034 01:17:32,110 --> 01:17:36,532 Ελπίζω όχι σε μέρος τόσο ανόσιο, ώστε εσείς κι οι όμοιοί σας να τον βρείτε. 1035 01:17:36,615 --> 01:17:38,200 - Είναι προδότης. - Λες ψέματα! 1036 01:17:38,283 --> 01:17:40,118 - Όχι! - Προδότη γέννημα! 1037 01:17:40,202 --> 01:17:43,455 Όχι! 1038 01:17:43,539 --> 01:17:47,000 Όχι! 1039 01:17:55,092 --> 01:17:57,594 Έλα να καθίσουμε παράμερα, 1040 01:17:58,095 --> 01:18:00,472 να ξεθυμάνει με δάκρυα η πίκρα της καρδιάς μας. να ξεθυμάνει με δάκρυα η πίκρα της καρδιάς μας. 1041 01:18:00,556 --> 01:18:03,141 Καλύτερα να αδράξουμε το φονικό σπαθί 1042 01:18:03,225 --> 01:18:06,812 και σαν γενναίοι άνδρες να τρέξουμε στον τόπο μας τον καταπατημένο. 1043 01:18:07,312 --> 01:18:09,314 Οι χήρες μας μοιρολογούν, 1044 01:18:09,398 --> 01:18:13,026 τα ορφανά μας κλαίνε, ο νέος θρήνος τ' ουρανού ξεσπά 1045 01:18:13,110 --> 01:18:15,237 κι αντιλαλεί σαν να πονά μαζί μας, 1046 01:18:15,320 --> 01:18:17,406 και κάθε λύπης συλλαβή κι αυτός αντιβουΐζει. 1047 01:18:17,906 --> 01:18:20,450 Τα όσα λες πιθανόν να είναι όπως τα λες. 1048 01:18:20,534 --> 01:18:23,745 Αυτός ο τύραννος, που τη γλώσσα μας καίει τ' όνομά του, 1049 01:18:23,829 --> 01:18:25,581 έναν καιρό ως έντιμος περνούσε. 1050 01:18:26,832 --> 01:18:28,625 Ποιος έρχεται; 1051 01:18:29,751 --> 01:18:31,128 Ο τρισεύγενος ξάδελφός μου. 1052 01:18:31,211 --> 01:18:32,337 Καλώς όρισες. 1053 01:18:32,421 --> 01:18:33,589 Τώρα τον γνώρισα. 1054 01:18:33,672 --> 01:18:36,800 Θεέ μου, γρήγορα πάρε τα εμπόδια που μας κάνουν ξένους. 1055 01:18:36,884 --> 01:18:38,635 Αμήν, κύριέ μου. 1056 01:18:39,469 --> 01:18:40,888 Πώς είναι η Σκωτία; 1057 01:18:41,471 --> 01:18:42,973 Αλίμονο, δύσμοιρη πατρίς. 1058 01:18:43,932 --> 01:18:45,559 Κι αυτή φοβάται να ρωτήσει. 1059 01:18:45,642 --> 01:18:48,228 Δεν είναι πια μητέρα μας, μα τάφος μας, 1060 01:18:48,312 --> 01:18:54,818 αφού μειδίαμα δεν βλέπεις παρά σε χείλη νεκρών. 1061 01:18:56,195 --> 01:19:01,825 Μόνο κλαυθμοί και οδυρμοί ξεσκίζουν τον αέρα, πλην είν' απαρατήρητοι, Μόνο κλαυθμοί και οδυρμοί ξεσκίζουν τον αέρα, πλην είν' απαρατήρητοι, 1062 01:19:01,909 --> 01:19:05,871 μιας και κατάντησε συρμός ο σπαραγμός της λύπης. 1063 01:19:06,371 --> 01:19:07,956 Ποιο είν' η τελευταία φρίκη; 1064 01:19:08,040 --> 01:19:10,125 Δεν προλαβαίνει κανείς να πει τα νέα. 1065 01:19:10,209 --> 01:19:12,127 Κάθε στιγμή πού περνά γεννοβολά και άλλα. 1066 01:19:12,211 --> 01:19:13,837 Πώς είναι η γυναίκα μου; 1067 01:19:16,423 --> 01:19:17,424 Καλά. 1068 01:19:18,550 --> 01:19:19,551 Και τα παιδιά μου; 1069 01:19:20,594 --> 01:19:21,595 Επίσης. 1070 01:19:23,555 --> 01:19:25,474 Δεν τους πείραξε ο τύραννος; 1071 01:19:27,476 --> 01:19:30,771 Όχι, μέχρι που έφυγα από κει γερούς τους είχε αφήσει. 1072 01:19:32,898 --> 01:19:35,651 Μη μου φιλαργυρεύεσαι τα λόγια σου. Τι τρέχει; 1073 01:19:35,734 --> 01:19:38,111 Απ' όταν έφευγ' από κει να έρθω να σας φέρω τα νέα 1074 01:19:38,195 --> 01:19:43,158 που πλακώνουν την καρδιά μου, ακούστηκε ότι μερικοί σηκώθηκαν στα όπλα. 1075 01:19:43,242 --> 01:19:44,535 Καιρός να βοηθήσετε. 1076 01:19:44,618 --> 01:19:48,372 Μία ματιά σας μόνο, κι η Σκωτία θα πάρει τα όπλα, ακόμα κι οι γυναίκες, 1077 01:19:48,455 --> 01:19:50,165 να λυτρωθούν απ' τα δεινά τους. 1078 01:19:50,249 --> 01:19:51,625 Παρηγόρησέ τους. 1079 01:19:52,543 --> 01:19:53,877 Ερχόμαστε. 1080 01:19:54,419 --> 01:19:58,131 Μας έδωσ' η Αγγλία 10.000 στράτευμα και τον καλό Σιβάρδο. 1081 01:19:58,215 --> 01:20:01,343 Άλλον καλύτερο δεν έχει στρατιώτη η Χριστιανοσύνη. Άλλον καλύτερο δεν έχει στρατιώτη η Χριστιανοσύνη. 1082 01:20:02,594 --> 01:20:05,097 Είθε να μπορούσα καθώς με παρηγορήσατε να σας παρηγορήσω. 1083 01:20:05,180 --> 01:20:10,853 Μα έχω λόγια να σας πω, που ήθελα στην έρημο να τα 'κραζα, 1084 01:20:10,936 --> 01:20:12,646 κανείς να μην τ' ακούσει. 1085 01:20:12,729 --> 01:20:14,273 Για τι μιλάς; 1086 01:20:14,356 --> 01:20:15,649 Για το κοινό κακό; 1087 01:20:16,233 --> 01:20:18,360 Ή μήπως φόρος λύπης για μια καρδιά και μόνο; 1088 01:20:18,443 --> 01:20:21,321 Και καρδιά τόσον καημό να μην τον συμπονέσει; 1089 01:20:21,405 --> 01:20:22,906 Αλλά ο μεγαλύτερος ο πόνος… 1090 01:20:24,241 --> 01:20:25,617 είν' δικός σου. 1091 01:20:27,077 --> 01:20:31,248 Αν είν' δικός μου, δώσ' τον μου. Μη μου τον κρύβεις, λέγε. 1092 01:20:33,166 --> 01:20:35,669 Μη σιχαθούν παντοτινά τ' αυτιά σου τη φωνή μου, 1093 01:20:36,879 --> 01:20:41,884 αν έχει τον σκληρότερο που άκουσαν ποτέ τον ήχο να τους δώσει. 1094 01:20:44,636 --> 01:20:45,721 Μαντεύω. 1095 01:20:48,265 --> 01:20:53,020 Επάτησαν το κάστρο σου. Γυναίκα και παιδιά σου τα έσφαξαν αλύπητα. 1096 01:20:53,103 --> 01:20:54,438 Αν πω το πώς… 1097 01:20:56,648 --> 01:21:00,485 θα είναι σαν κοντά στα θύματα και σε να θανατώνω. θα είναι σαν κοντά στα θύματα και σε να θανατώνω. 1098 01:21:01,904 --> 01:21:03,071 Θεέ οικτίρμων. 1099 01:21:04,239 --> 01:21:06,325 Τι… Άνθρωπε. 1100 01:21:07,242 --> 01:21:08,869 Δώσε φωνή στη λύπη σου. 1101 01:21:09,369 --> 01:21:14,291 Όταν η λύπη λόγια δεν ευρίσκει, κρυφολαλεί με την καρδιά και να σκιστεί της λέει. 1102 01:21:18,462 --> 01:21:20,088 Και τα παιδιά μου; 1103 01:21:21,715 --> 01:21:25,969 Παιδιά, γυναίκα, δούλους, όλους όσους βρήκαν. 1104 01:21:26,053 --> 01:21:29,431 - Σφαγμένη κι η γυναίκα μου; - Όπως είπα. 1105 01:21:30,265 --> 01:21:31,308 Ησύχασε. 1106 01:21:32,476 --> 01:21:35,020 Το γιατρικό του φοβερού μας θρήνου 1107 01:21:35,103 --> 01:21:36,313 είναι η εκδίκηση. 1108 01:21:36,396 --> 01:21:38,106 Αυτός παιδιά δεν έχει! 1109 01:21:41,652 --> 01:21:43,904 Όλα τα παιδάκια μου; 1110 01:21:44,404 --> 01:21:45,697 Όλα είπες; 1111 01:21:48,075 --> 01:21:50,244 Ω φρίκη. Όλα; 1112 01:21:51,578 --> 01:21:54,623 Όλα τα όμορφα πουλάκια μου, κι η μάνα τους μαζί, χαθήκαν με τη μία; 1113 01:21:54,706 --> 01:21:57,000 - Πολέμησε σαν άνδρας. - Αυτό θα κάνω! 1114 01:21:57,960 --> 01:22:00,587 Μα όμως το χρωστώ και να πονώ σαν άνδρας. Μα όμως το χρωστώ και να πονώ σαν άνδρας. 1115 01:22:02,005 --> 01:22:05,884 Από τον νου δεν βγαίνει πως τα είχα φίλτατα. 1116 01:22:06,760 --> 01:22:09,054 Και ο Θεός το έβλεπε και δεν τα προστάτευσε; 1117 01:22:11,265 --> 01:22:12,850 Αμαρτωλέ Μακδώφ. 1118 01:22:13,934 --> 01:22:15,435 Εσύ είσαι η αιτία. 1119 01:22:15,519 --> 01:22:20,065 Δεν έφταιγαν εκείνα. Τα κρίματά μου έγιναν αιτία της σφαγής τους. 1120 01:22:20,148 --> 01:22:23,944 - Ο Θεός να τ' αναπαύσει τώρα. - Ας είναι αυτό ακόνι στο σπαθί σου. 1121 01:22:24,570 --> 01:22:28,031 Ας δώσει τόπο στην οργή η λύπη. Η θλίψη ας γεμίσει λύσσα την καρδιά. 1122 01:22:28,115 --> 01:22:31,285 Σαν γυναικεία τα μάτια μου να κλαίνε θα μπορούσαν, κι όλο να φλυαρώ. 1123 01:22:31,368 --> 01:22:34,204 Αλλά, Θεέ μου, μη συγχωρείς αναβολή. 1124 01:22:34,288 --> 01:22:39,042 Στήθος με στήθος φέρε με με της Σκωτίας τον δαίμονα. 1125 01:22:39,126 --> 01:22:41,670 Να με χωρίζει απ' αυτόν το μάκρος του σπαθιού μου. 1126 01:22:43,213 --> 01:22:44,256 Αν γλιτώσει… 1127 01:22:47,551 --> 01:22:48,927 τον συγχώρεσε ο Θεός. 1128 01:23:12,534 --> 01:23:14,119 Πότε περπάτησε τελευταία; 1129 01:23:14,703 --> 01:23:16,955 Απ' όταν ο βασιλεύς εξεστράτευσε, 1130 01:23:17,039 --> 01:23:21,877 τη βλέπω κάθε νύχτα να σηκώνεται, να φορά το νυχτικό της, 1131 01:23:21,960 --> 01:23:25,464 να ανοίγει το γραφείο της, να παίρνει χαρτί, 1132 01:23:25,547 --> 01:23:28,550 να το διπλώνει, να γράφει, να διαβάζει όσα έγραψε, 1133 01:23:28,634 --> 01:23:31,762 έπειτα να το σφραγίζει και να ξαναγυρίζει στο κρεβάτι της. 1134 01:23:31,845 --> 01:23:35,933 Κι όλα αυτά μέσα στον ύπνο τον βαθύ. 1135 01:23:36,016 --> 01:23:37,392 Μεγάλη της φύσεως διατάραξη. 1136 01:23:37,476 --> 01:23:40,145 Εκτός του να περιπατεί και όσα άλλα μου 'πες, 1137 01:23:40,229 --> 01:23:42,773 την άκουσες ποτέ να λέγει κάτι; 1138 01:23:42,856 --> 01:23:46,360 Αυτά που άκουσα, κύριε, δεν μπορώ να τα πω. 1139 01:23:46,860 --> 01:23:49,071 Ούτε σ' εσένα ούτε σε άλλον κανένα, 1140 01:23:49,154 --> 01:23:51,823 αφού δεν έχω μάρτυρα να βεβαιώσει αυτά τα λόγια. 1141 01:23:52,491 --> 01:23:54,952 Ιδέ! Έρχεται. 1142 01:24:01,416 --> 01:24:05,754 Έτσι είναι, καθώς πάντοτε, και, μα τη ζωή μου, κοιμάται βαθιά. 1143 01:24:05,838 --> 01:24:09,633 - Παρατήρησέ την. Πήγαινε κοντά. - Έχει ανοιχτά τα μάτια. 1144 01:24:09,716 --> 01:24:12,261 Ναι, μα ο νους της είν' κλειστός. 1145 01:24:12,344 --> 01:24:13,595 Πού το βρήκε το φως; 1146 01:24:13,679 --> 01:24:16,682 Ο λύχνος καίει πάντοτε κοντά της κατά την προσταγή της. 1147 01:24:19,309 --> 01:24:20,602 Τι κάνει τώρα; 1148 01:24:21,645 --> 01:24:23,397 Κοίτα την πώς τρίβει τα χέρια. 1149 01:24:23,480 --> 01:24:26,483 Την είδα να το κάνει αυτό ασταμάτητα ένα τέταρτο της ώρας. 1150 01:24:32,114 --> 01:24:33,240 Έχει ακόμα κηλίδα. 1151 01:24:33,824 --> 01:24:35,325 Άκου. Μιλά. 1152 01:24:35,409 --> 01:24:39,162 Βγες, καταραμένη κηλίδα. Βγες, είπα. 1153 01:24:39,663 --> 01:24:43,458 Ένα… δύο. 1154 01:24:44,626 --> 01:24:48,213 Ώρα να γίνει το πράγμα. 1155 01:24:49,548 --> 01:24:51,758 Η Κόλαση είναι σκοτεινή. 1156 01:24:51,842 --> 01:24:55,345 Ντροπή, κύριέ μου, ντροπή! Στρατιώτης να φοβάται; 1157 01:24:55,846 --> 01:24:59,892 Τι σε μέλει αν το μάθουν; Ποιος θα τολμήσει να μας ζητήσει λόγο; 1158 01:24:59,975 --> 01:25:04,062 Μα ποιος να φανταζόταν ότι ο γέρος είχε μέσα του τόσο πολύ αίμα! Μα ποιος να φανταζόταν ότι ο γέρος είχε μέσα του τόσο πολύ αίμα! 1159 01:25:05,856 --> 01:25:08,734 Ο θάνης του Φάιφ είχε γυναίκα. Πού είναι τώρα; 1160 01:25:11,236 --> 01:25:12,279 Τι; 1161 01:25:13,614 --> 01:25:16,575 Όχι άλλο, κύριέ μου. Όχι άλλο. 1162 01:25:16,658 --> 01:25:20,412 Φύγε. Έμαθες όσα δεν πρέπει να γνωρίζεις. 1163 01:25:20,495 --> 01:25:23,957 Είπε όσα δεν έπρεπε να πει. Γι' αυτό είμαι σίγουρη. 1164 01:25:25,125 --> 01:25:27,503 Μυρίζει ακόμη το αίμα. 1165 01:25:28,962 --> 01:25:33,300 Όλα τα αρώματα της Αραβίας δεν μπορούν να μοσχομυρίσουν αυτό το χεράκι. 1166 01:25:52,569 --> 01:25:54,404 Τι στεναγμός. 1167 01:25:55,280 --> 01:25:57,824 Βαριά καρδιά που έχει. 1168 01:25:59,493 --> 01:26:01,703 Αυτή η ασθένεια ξεπερνά την τέχνη μου. Αυτή η ασθένεια ξεπερνά την τέχνη μου. 1169 01:26:02,454 --> 01:26:04,581 Μα έτυχε άνθρωποι που περπατούν στον ύπνο τους, 1170 01:26:04,665 --> 01:26:06,667 να πεθάνουν αναπαυμένα στο στρώμα τους. 1171 01:26:07,543 --> 01:26:10,754 Θεέ μου, συγχώρα μας όλους. 1172 01:26:10,838 --> 01:26:13,257 Πλύνε τα χέρια, βάλε το νυχτικό σου, 1173 01:26:13,340 --> 01:26:15,092 μη φαίνεσαι τόσο χλωμός. 1174 01:26:16,176 --> 01:26:20,764 Σου το λέω και πάλι. Ο Βάγκος δεν μπορεί να βγει από το μνήμα. 1175 01:26:21,431 --> 01:26:23,141 Ο κόσμος πράγματα φρικώδη λέει. 1176 01:26:23,767 --> 01:26:27,229 Γεννούν αφύσικα δεινά τα παρά φύσιν έργα. 1177 01:26:27,729 --> 01:26:32,442 Όπου συνείδηση βαριά, ο νους τα μυστικά στα κουφά προσκέφαλα θα εκμυστηρευτεί. 1178 01:26:32,526 --> 01:26:34,903 Πιο πολύ πνευματικού ανάγκη, παρά γιατρού έχει αυτή. 1179 01:26:36,321 --> 01:26:38,407 - Πηγαίνει να πλαγιάσει τώρα; - Ευθύς. 1180 01:26:38,490 --> 01:26:41,869 Κρούουν τη θύρα. Έλα! 1181 01:26:43,287 --> 01:26:45,914 Έλα. Δώσε μου το χέρι σου. 1182 01:26:47,666 --> 01:26:49,835 Ό,τι έγινε, δεν ξεγίνεται. 1183 01:26:52,045 --> 01:26:53,046 Στο κρεβάτι. 1184 01:26:54,423 --> 01:26:55,424 Στο κρεβάτι. 1185 01:26:56,550 --> 01:26:57,551 Στο κρεβάτι. 1186 01:26:59,678 --> 01:27:00,679 Στο κρεβάτι. Στο κρεβάτι. 1187 01:27:11,023 --> 01:27:12,983 Τι δάσος είν' αυτό; 1188 01:27:13,066 --> 01:27:14,318 Το δάσος της Βερνάμης. 1189 01:27:15,235 --> 01:27:17,237 Οι αγγλικές δυνάμεις έρχονται με αρχηγό τον Μάλκολμ, 1190 01:27:17,321 --> 01:27:19,364 τον ξάδελφό του τον Σιβάρδο και τον Μακδώφ. 1191 01:27:19,448 --> 01:27:21,617 Η εκδίκηση καίει τα στήθη τους. 1192 01:27:21,700 --> 01:27:23,076 Ο τύραννος τι κάνει; 1193 01:27:23,160 --> 01:27:25,579 Στον Δουνσινάνη οχυρώνεται. 1194 01:27:26,288 --> 01:27:27,372 Κάποιοι τον είπαν τρελό. 1195 01:27:27,456 --> 01:27:31,251 Άλλοι, λιγότερο εχθροί του, σε ηρωική παραφορά το αποδίδουν. 1196 01:27:31,752 --> 01:27:35,756 Μα ισχύ πλέον δεν έχει, τον ταραγμένο αγώνα του στη ζώνη του να σφίξει. 1197 01:27:35,839 --> 01:27:39,593 Θα αισθάνεται τους μυστικούς του φόνους να του κολλούν στα χέρια. 1198 01:27:39,676 --> 01:27:43,096 Όσοι κοντά του έμειναν δουλεύουν από φόβο, από αγάπη όχι. 1199 01:27:43,764 --> 01:27:46,850 Αισθάνεται τον τίτλο του χαλαρωμένο τώρα, 1200 01:27:46,934 --> 01:27:49,478 σαν γίγαντος φορέματα στη ράχη νάνου κλέφτη. 1201 01:27:50,062 --> 01:27:54,733 Να σε μαυρίσ' η Κόλαση, κιτρινιασμένε δούλε! 1202 01:27:55,317 --> 01:27:56,902 Τι όψη κατάφοβη είν' αυτή; 1203 01:27:57,694 --> 01:27:59,696 - Δέκα χιλιάδες έρχονται… - Τι; Χήνες; 1204 01:27:59,780 --> 01:28:01,114 Στρατιώτες. Στρατιώτες. 1205 01:28:01,198 --> 01:28:05,452 Πήγαινε ευθύς τα μούτρα σου να τρίψεις να κοκκινίσ' η όψη σου, λιπόψυχε. 1206 01:28:05,536 --> 01:28:07,579 Τι στρατιώτες, κνώδαλο; 1207 01:28:08,497 --> 01:28:09,540 Ο Χάρος να σε πάρει. 1208 01:28:09,623 --> 01:28:12,292 Με τα σαβανωμένα σου τα μάγουλα όποιος σε δει θα φοβηθεί. 1209 01:28:12,376 --> 01:28:14,711 Τι στρατιώτες, χλωμιάρη; 1210 01:28:14,795 --> 01:28:16,588 Άγγλοι, αφέντη μου. 1211 01:28:16,672 --> 01:28:17,714 Χάσου από δω. 1212 01:28:18,674 --> 01:28:19,758 Σεύτων! 1213 01:28:21,218 --> 01:28:24,930 Σιχαίνομαι να βλέπω… Σεύτων, είπα! 1214 01:28:25,013 --> 01:28:28,684 Αυτή η σπρωξιά ή θα με στερεώσει ή θα με ρίξει κατά γης. 1215 01:28:29,268 --> 01:28:30,811 Έχω ζήσει αρκετά. 1216 01:28:30,894 --> 01:28:34,690 Εγύρισε στο μάραμα ο δρόμος της ζωής μου. Το φύλλο εκιτρίνισε. 1217 01:28:34,773 --> 01:28:36,775 Κι απ' όλα όσα πρέπει να έχουν τα γηράματα, 1218 01:28:36,859 --> 01:28:39,945 τιμή, αγάπη, υπακοή, σωρόν τους φίλους, 1219 01:28:40,028 --> 01:28:41,697 τίποτε δεν έχω να προσμένω. 1220 01:28:42,197 --> 01:28:44,741 Σεύτων, τι άλλα έμαθες; 1221 01:28:44,825 --> 01:28:46,869 Όσα μας είπαν, όλα αλήθεια είναι. 1222 01:28:46,952 --> 01:28:50,414 Θα μάχωμαι ωσότου λιανιστεί το κρέας μου από τα κόκαλά μου. 1223 01:28:50,497 --> 01:28:52,207 - Φέρε την πανοπλία. - Δεν είναι ώρα. 1224 01:28:52,291 --> 01:28:54,042 Θα τη φορέσω. Στείλε ιππικό 1225 01:28:54,126 --> 01:28:57,004 τη χώρα να γυρίσει. Κι όσους φοβούνται, κρέμασμα. 1226 01:28:58,380 --> 01:28:59,464 Φέρε την πανοπλία μου! 1227 01:29:01,633 --> 01:29:03,010 Γιατρέ, πώς είν' η άρρωστη; 1228 01:29:03,093 --> 01:29:04,636 Δεν είναι τόσο άρρωστη, 1229 01:29:04,720 --> 01:29:08,599 μα είναι ταραγμένη απ' τα πυκνά φαντάσματα που της χαλούν τον ύπνο. 1230 01:29:10,392 --> 01:29:11,602 Θεράπευσέ την απ' αυτό. 1231 01:29:11,685 --> 01:29:15,063 Στην πονεμένη την ψυχή να φέρεις θεραπεία δεν μπορείς; 1232 01:29:15,147 --> 01:29:17,733 Από τη μνήμη να ξεριζώσεις λύπη; 1233 01:29:17,816 --> 01:29:19,735 Να σβήσεις όσα στο μυαλό εχάραξε η έγνοια; 1234 01:29:19,818 --> 01:29:23,197 Δεν έχεις της λήθης το πιοτό, μέσ' απ' το στήθος το βαρύ 1235 01:29:23,280 --> 01:29:25,490 να βγάλει το φαρμάκι, που την καρδιά πλακώνει; 1236 01:29:26,283 --> 01:29:29,036 Αυτά τα πάθη ο άρρωστος μόνος του να τα γιατρέψει πρέπει. 1237 01:29:30,913 --> 01:29:34,666 Τότε τα γιατρικά στους σκύλους πέταξέ τα! Τι να τα κάνω; 1238 01:29:34,750 --> 01:29:37,586 Σεύτων! Στείλε το ιππικό! 1239 01:29:38,462 --> 01:29:41,173 Φόβο θανάτου εγώ δεν ξέρω, 1240 01:29:41,256 --> 01:29:44,134 όσο δεν σηκώνεται το δάσος της Βερνάμης στον Δουνσινάνη ν' ανεβεί. 1241 01:29:46,094 --> 01:29:50,682 Κάθε στρατιώτης ένα κλαρί να το κρατά μπροστά του. 1242 01:29:50,766 --> 01:29:52,601 Αυτό θα γίνει. 1243 01:29:52,684 --> 01:29:56,605 Στον Δουνσινάνη παραμένει ήσυχος ο τύραννος, 1244 01:29:56,688 --> 01:29:58,607 κι εκεί μας προσμένει να τον πολιορκήσουμε. 1245 01:29:58,690 --> 01:30:03,820 Δεν έχει άλλη ελπίδα. Όσοι του έμειναν, διά της βίας μένουν, Δεν έχει άλλη ελπίδα. Όσοι του έμειναν, διά της βίας μένουν, 1246 01:30:03,904 --> 01:30:05,531 η δε καρδιά τους είν' αλλού. 1247 01:30:05,614 --> 01:30:08,575 Κρεμάσετε τα φλάμπουρα στα τείχη μας απ' έξω! 1248 01:30:08,659 --> 01:30:10,911 Όλοι φωνάζουν "Έρχονται!" 1249 01:30:10,994 --> 01:30:14,289 Το δυνατό μας κάστρο την πολιορκία τους θα έχει να γελάσει. 1250 01:30:14,373 --> 01:30:18,627 Να μείνουν ώσπου λοιμική και πείνα να τους φάει! 1251 01:30:52,744 --> 01:30:54,496 Οδηγήστε μας στη μάχη. 1252 01:30:54,997 --> 01:30:58,584 Με τον άξιο Μακδώφ ερχόμαστε κατόπιν να κάνουμε ό,τι πρέπει. 1253 01:30:58,667 --> 01:31:01,587 Ο τύραννος ας βγει αντικρύ μας, Ο τύραννος ας βγει αντικρύ μας, 1254 01:31:01,670 --> 01:31:04,173 κι αν δεν τον πολεμήσουμε, ας χαθούμε. 1255 01:31:04,673 --> 01:31:07,050 Εμπρός, λοιπόν! Εις τον πόλεμο! 1256 01:31:35,078 --> 01:31:37,122 Από δω! 1257 01:31:37,664 --> 01:31:39,708 Αν δεν τους εδυνάμωνα εκείνους που μ' αφήσαν, 1258 01:31:39,791 --> 01:31:42,753 αφόβως θα τους αντίκριζα στήθος με στήθος τώρα, 1259 01:31:42,836 --> 01:31:44,713 και θα τους έδιωχν' από δω. 1260 01:31:45,214 --> 01:31:46,715 Πλησίον είμαστε αρκετά! 1261 01:31:47,758 --> 01:31:52,346 Τη φουντωτή σας σκέπη πετάξτε κατά γης. Φανείτε αυτοί που είστε. 1262 01:31:52,429 --> 01:31:54,473 Εμπρός οι σάλπιγγες. 1263 01:31:54,556 --> 01:31:56,225 Ας πουν το διαλάλημά τους 1264 01:31:56,308 --> 01:31:59,436 οι κήρυκες οι βροντεροί αιμάτων και θανάτων! 1265 01:32:02,731 --> 01:32:03,732 Τι θόρυβος είναι αυτός; 1266 01:32:06,818 --> 01:32:08,612 Το κλάμα μιας γυναίκας, κύριέ μου. 1267 01:32:11,323 --> 01:32:13,450 Σχεδόν το ελησμόνησα τι πράγμα είν' ο φόβος. 1268 01:32:13,951 --> 01:32:14,952 Δεν πάει καιρός 1269 01:32:15,035 --> 01:32:18,038 που μια κραυγή να άκουγα τη νύχτα, τα μέλη μου επάγωναν. 1270 01:32:18,121 --> 01:32:20,958 Τα μαλλιά της κεφαλής μου μπορούσε να ορθώσει μια ζοφερή ιστορία 1271 01:32:21,041 --> 01:32:23,627 ωσάν να ζωντάνευαν. 1272 01:32:24,211 --> 01:32:25,587 Τι κραυγή ήταν αυτή; 1273 01:32:27,506 --> 01:32:30,259 Η βασίλισσα, αφέντη μου, πέθανε. 1274 01:32:39,309 --> 01:32:41,562 Αργότερα μπορούσε να πεθάνει. 1275 01:32:46,149 --> 01:32:48,151 Ας ήταν κι άλλοτε καιρός αυτό να το ακούσω. 1276 01:32:49,653 --> 01:32:54,783 Αύριο, και αύριο, και αύριο, 1277 01:32:56,326 --> 01:32:59,746 να φεύγει σιγά σιγά, ημέρα την ημέρα, 1278 01:32:59,830 --> 01:33:03,417 ως την εσχάτη συλλαβή στου χρόνου το βιβλίο! ως την εσχάτη συλλαβή στου χρόνου το βιβλίο! 1279 01:33:05,711 --> 01:33:09,548 Κι όλα τα χθες έφεξαν σε μωρούς τον δρόμο του θανάτου. 1280 01:33:12,509 --> 01:33:16,305 Σβήσε, λιγόζωε δαυλέ. 1281 01:33:17,890 --> 01:33:19,766 Η ζωή δεν είναι άλλο παρά σκιά που περπατά, 1282 01:33:20,809 --> 01:33:23,896 παρά θεάτρου μίμος που πηγαινοέρχεται μια ώρα στη σκηνή του, 1283 01:33:23,979 --> 01:33:28,817 και πλέον δεν ακούγεται. Είν' ένα παραμύθι που λέει ένας παλαβός, 1284 01:33:31,111 --> 01:33:34,239 βοή και θυμούς γεμάτο, μα νόημα κανένα. 1285 01:33:37,659 --> 01:33:40,495 Αφέντη, ήθελα να πω το πράγμα αυτό που είδα, 1286 01:33:40,579 --> 01:33:42,122 αλλά πώς να το πω δεν ξέρω. 1287 01:33:42,998 --> 01:33:44,875 Λέγε το. 1288 01:33:44,958 --> 01:33:47,836 Όπως έβλεπα προς τη Βερνάμη, άξαφνα μου εφάνη 1289 01:33:48,795 --> 01:33:50,964 ότι το δάσος προχωρά. 1290 01:33:53,675 --> 01:33:56,094 Εάν σου λέω ψέματα, να πέσω στην οργή σου. 1291 01:33:57,387 --> 01:34:01,058 Βλέπεις κι έρχεται εδώ και τρία μίλια. Σου λέγω, δάσος κινητό. Βλέπεις κι έρχεται εδώ και τρία μίλια. Σου λέγω, δάσος κινητό. 1292 01:34:02,726 --> 01:34:04,686 Εάν μου είπες ψέματα, 1293 01:34:05,229 --> 01:34:09,566 στο πρώτο δέντρο, ζωντανό θα σε κρεμάσω, ώσπου να γίνεις ξερός από την πείνα. 1294 01:34:11,944 --> 01:34:15,447 "Μη φοβού, αν δεν κινήσει στον Δουνσινάνη ν' ανεβεί το δάσος της Βερνάμης". 1295 01:34:16,782 --> 01:34:18,700 Και το δάσος έρχεται τώρα στον Δουνσινάνη. 1296 01:34:21,912 --> 01:34:25,290 Στα όπλα! Έξω! 1297 01:34:27,793 --> 01:34:30,128 Αν αυτός το είδε όπως λέει, 1298 01:34:30,712 --> 01:34:34,633 ούτε να φύγω μ' ωφελεί μα ούτε και να μείνω. 1299 01:34:34,716 --> 01:34:37,094 Σημάνετε τα σήμαντρα! 1300 01:34:37,177 --> 01:34:39,930 Αέρα, φύσα! Μάνιζε! 1301 01:34:41,098 --> 01:34:43,934 Τουλάχιστον θα πεθάνω με τα όπλα στο στήθος μου επάνω. 1302 01:35:26,810 --> 01:35:27,811 Ποιος είσαι εσύ; 1303 01:35:29,521 --> 01:35:31,315 Εάν σου πω, τρομάρα θα σε πιάσει. 1304 01:35:31,398 --> 01:35:32,399 Όχι. 1305 01:35:33,066 --> 01:35:36,278 Ακόμα κι αν έχεις όνομα φρικτότερο κι από την Κόλαση την ίδια. 1306 01:35:38,363 --> 01:35:39,948 Είμαι ο Μάκβεθ. 1307 01:35:42,284 --> 01:35:46,580 Κι ο διάβολος ακόμα να μου προφέρει όνομα χειρότερο δεν έχει από τούτο. 1308 01:35:47,080 --> 01:35:48,832 Και πάλι δεν φοβάμαι. 1309 01:35:48,916 --> 01:35:51,335 Ψεύδεσαι, τύραννε φρικτέ. 1310 01:35:52,044 --> 01:35:55,547 Θα σ' αποδείξω ψεύτη με το σπαθί που κρατώ! 1311 01:35:58,050 --> 01:35:59,635 Σε γέννησε γυναίκα. 1312 01:37:37,441 --> 01:37:39,776 Γύρνα, καταραμένε, γύρνα! 1313 01:37:47,618 --> 01:37:51,163 Εσένα απ' όλους σε απέφευγα. Τραβήξου πίσω. 1314 01:37:51,663 --> 01:37:54,583 Μου φτάνει όσο αίμα σου βαρύνει την ψυχή μου. 1315 01:37:54,666 --> 01:37:56,043 Δεν έχω λόγια. 1316 01:37:57,377 --> 01:37:59,004 Το σπαθί είν' η φωνή μου. 1317 01:37:59,087 --> 01:38:02,007 Το σπαθί σου να πέφτει σε τρωτά κεφάλια. Το σπαθί σου να πέφτει σε τρωτά κεφάλια. 1318 01:38:02,090 --> 01:38:03,383 Έχει η ζωή μου μάγια, 1319 01:38:03,467 --> 01:38:05,761 και δεν φοβάται άνθρωπο γυναικογεννημένο. 1320 01:38:05,844 --> 01:38:07,429 Δεν ωφελούν τα μάγια σου. 1321 01:38:08,555 --> 01:38:11,350 Και το αφεντικό σου, ο άγγελος, να σου πει 1322 01:38:11,433 --> 01:38:14,478 ότι εξεριζώθη απ' της μητρός του ο Μακδώφ τα σπλάχνα πριν της ώρας. 1323 01:38:16,897 --> 01:38:19,274 Κατάρα και ανάθεμα στη γλώσσα που το λέει. 1324 01:38:22,110 --> 01:38:25,030 - Δεν πολεμώ εσένα. - Τότε παραδώσου, δειλέ! 1325 01:38:25,614 --> 01:38:29,326 Δεν παραδίνομαι και δεν ασπάζομαι το χώμα όπου ο Μάλκολμ θα πατά, 1326 01:38:29,409 --> 01:38:31,620 κι ο όχλος αν με καταριέται. 1327 01:38:32,496 --> 01:38:35,707 Ας ήρθε εδώ στο κάστρο μου το δάσος της Βερνάμης, 1328 01:38:35,791 --> 01:38:38,794 γυναίκα ας μη σε γέννησε, εγώ θα πολεμήσω. 1329 01:38:40,629 --> 01:38:41,880 Ιδού, Μακδώφ. 1330 01:38:43,924 --> 01:38:47,135 Ανάθεμα σε όποιον φωνάξει πρώτος "Φτάνει!" 1331 01:40:20,729 --> 01:40:24,274 Να ζήσει ο βασιλεύς της Σκωτίας. 1332 01:40:25,150 --> 01:40:29,321 Να ζήσει ο βασιλεύς της Σκωτίας! 1333 01:40:29,404 --> 01:40:33,909 Να ζήσει ο βασιλεύς της Σκωτίας! 1334 01:41:57,951 --> 01:42:00,913 ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ 1335 01:44:55,671 --> 01:44:57,673 Υποτιτλισμός: Άννυ Ζερβού 1336 01:44:57,756 --> 01:44:59,758 Βασισμένο στη μετάφραση του Δημήτριου Βικέλα