1
00:00:14,334 --> 00:00:16,834
ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΡΟΑΛΝΤ ΝΤΑΛ
2
00:00:24,709 --> 00:00:27,834
Ο ΚΥΚΝΟΣ
3
00:00:27,834 --> 00:00:29,418
ΔΗΜΟΣΙΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ
4
00:00:29,418 --> 00:00:32,334
Στον Έρνι χάρισαν ένα τουφέκι
ως δώρο γενεθλίων.
5
00:00:32,334 --> 00:00:36,001
Πήρε όπλο και σφαίρες,
και πήγε να βρει κάτι να σκοτώσει.
6
00:00:36,001 --> 00:00:37,293
Στο σπίτι του Ρέιμοντ,
7
00:00:37,293 --> 00:00:40,709
έχωσε δυο δάχτυλα στο στόμα
και σφύριξε διαπεραστικά.
8
00:00:41,501 --> 00:00:44,376
Ο Ρέιμοντ ήταν κολλητός του.
Έμενε λίγο παρακάτω.
9
00:00:44,376 --> 00:00:46,501
Σήκωσε το όπλο πάνω από το κεφάλι.
10
00:00:46,501 --> 00:00:49,209
"Καλά θα περάσουμε με τούτο!"
είπε ο Ρέιμοντ.
11
00:00:50,376 --> 00:00:53,626
Τα δυο αγόρια έφυγαν.
Ήταν Μάιος, Σάββατο πρωί.
12
00:00:53,626 --> 00:00:55,668
Οι καστανιές ήταν ολάνθιστες,
13
00:00:55,668 --> 00:00:58,209
και τα άνθη του κράταιγου λευκά.
14
00:00:58,209 --> 00:01:01,126
Καθώς Έρνι και Ρέιμοντ
προχωρούσαν στο μονοπάτι,
15
00:01:01,126 --> 00:01:03,168
έριχναν σε όποιο πουλάκι έβλεπαν.
16
00:01:03,168 --> 00:01:06,293
Πύρρουλες, σπουργίτες,
θαμνοτσιροβάκους, σιταρήθρες.
17
00:01:06,293 --> 00:01:09,251
Όταν έφτασαν στις γραμμές του τρένου,
14 πουλάκια
18
00:01:09,251 --> 00:01:11,043
κρέμονταν ήδη από ένα σχοινί.
19
00:01:11,668 --> 00:01:14,834
"Κοίτα!" ψιθύρισε ο Έρνι
κι έδειξε με το χέρι. "Εκεί!"
20
00:01:14,834 --> 00:01:16,751
Ένα αγόρι κοιτούσε με τα κιάλια
21
00:01:16,751 --> 00:01:19,418
προς τα κλαδιά ενός γέρικου δέντρου.
22
00:01:19,418 --> 00:01:21,084
"Ο μπούφος ο Γουότσον!"
23
00:01:22,584 --> 00:01:24,543
Ο Πίτερ Γουότσον ήταν μικρόσωμος,
24
00:01:24,543 --> 00:01:27,501
με φακίδες και γυαλιά με χοντρούς φακούς.
25
00:01:27,501 --> 00:01:28,834
Ήταν λαμπρός μαθητής,
26
00:01:28,834 --> 00:01:31,709
τελειόφοιτος ήδη, κι ας ήταν μόλις 13.
27
00:01:31,709 --> 00:01:34,543
Λάτρευε τη μουσική και έπαιζε καλό πιάνο.
28
00:01:34,543 --> 00:01:37,126
Ήσυχος, ευγενής,
δεν το 'χε με το παιχνίδι.
29
00:01:39,043 --> 00:01:42,293
Τα δυο μεγαλύτερα παιδιά
πλησίασαν το αγόρι αθόρυβα.
30
00:01:44,293 --> 00:01:46,793
Δεν τους πρόσεξε. Κοιτούσε με τα κιάλια,
31
00:01:46,793 --> 00:01:49,251
κι αυτό που έβλεπε τον είχε απορροφήσει.
32
00:01:50,459 --> 00:01:52,834
"Ψηλά τα χέρια!"
φώναξε ο Έρνι σημαδεύοντάς τον.
33
00:01:52,834 --> 00:01:54,501
Ο Πίτερ Γουότσον σάστισε.
34
00:01:56,668 --> 00:01:59,168
Κοίταξε τους δύο εισβολείς.
35
00:01:59,168 --> 00:02:01,501
"Άντε, ψηλά τα χέρια!" φώναξε ο Έρνι.
36
00:02:01,501 --> 00:02:02,918
Ο Γουότσον δεν σάλεψε.
37
00:02:02,918 --> 00:02:05,709
Έμεινε να κρατά τα κιάλια
και με τα δύο χέρια.
38
00:02:05,709 --> 00:02:07,543
Κοίταζε τα δύο αγόρια.
39
00:02:07,543 --> 00:02:11,126
Δεν φοβόταν, αλλά ήξερε
πως δεν σήκωναν αστεία.
40
00:02:11,126 --> 00:02:13,751
Τον είχαν ταλαιπωρήσει πολύ στο παρελθόν.
41
00:02:13,751 --> 00:02:14,876
Πάνω τα χέρια.
42
00:02:14,876 --> 00:02:16,834
Ήταν η μόνη λογική επιλογή.
43
00:02:16,834 --> 00:02:19,751
Ο Ρέιμοντ πλησίασε
και του άρπαξε τα κιάλια.
44
00:02:19,751 --> 00:02:21,668
"Ποιον κατασκοπεύεις;" φώναξε.
45
00:02:21,668 --> 00:02:23,959
Ο Γουότσον ζύγισε την κατάσταση.
46
00:02:23,959 --> 00:02:26,709
Αν έτρεχε να φύγει,
θα τον έπιαναν στο λεπτό.
47
00:02:26,709 --> 00:02:29,334
Αν φώναζε βοήθεια,
κανείς δεν θα τον άκουγε.
48
00:02:29,334 --> 00:02:31,584
Η μόνη επιλογή ήταν να μείνει ήρεμος
49
00:02:31,584 --> 00:02:33,918
και να τους πιάσει με το καλό.
50
00:02:33,918 --> 00:02:36,418
"Κοιτούσα έναν πράσινο τρυποκάρυδο" είπε.
51
00:02:36,418 --> 00:02:39,668
"Έναν τι;"
"Τρυποκάρυδο. Αρσενικό". Picus viridis.
52
00:02:39,668 --> 00:02:43,001
"Χτυπούσε με το ράμφος τον κορμό
για να βρει σκουλήκια".
53
00:02:43,001 --> 00:02:45,084
"Πού;" είπε ο Έρνι και σήκωσε το όπλο.
54
00:02:45,084 --> 00:02:47,376
"Θα τον πετύχω!" "Όχι" είπε ο Πίτερ,
55
00:02:47,376 --> 00:02:50,459
κοιτώντας τα νεκρά πουλιά
πάνω από τον ώμο του Ρέιμοντ.
56
00:02:50,459 --> 00:02:54,001
"Έφυγε μόλις φώναξες.
Οι τρυποκάρυδοι φοβούνται εύκολα".
57
00:02:59,834 --> 00:03:01,668
Ο Ρέιμοντ ψιθύρισε κάτι στον Έρνι.
58
00:03:01,668 --> 00:03:04,126
Αυτός χτύπησε τον μηρό του. "Καλή ιδέα!"
59
00:03:04,126 --> 00:03:06,918
Άφησε το όπλο στο έδαφος
και πλησίασε το αγόρι.
60
00:03:06,918 --> 00:03:08,376
Το έριξε κάτω.
61
00:03:08,376 --> 00:03:11,251
Ο Ρέιμοντ έβγαλε σπάγγο
κι έκοψε ένα κομμάτι.
62
00:03:11,251 --> 00:03:13,459
Έδεσαν σφιχτά τους καρπούς του Πίτερ.
63
00:03:13,459 --> 00:03:15,209
"Τώρα πόδια" είπε ο Ρέιμοντ.
64
00:03:15,209 --> 00:03:17,793
Αντιστάθηκε
και δέχτηκε γροθιά στο στομάχι.
65
00:03:17,793 --> 00:03:19,584
Διπλώθηκε κι έμεινε ακίνητος.
66
00:03:19,584 --> 00:03:22,084
Τα αγόρια τού έδεσαν τους αστραγάλους,
67
00:03:22,084 --> 00:03:23,626
σφιχτά σαν κοτόπουλο.
68
00:03:23,626 --> 00:03:25,168
Ο Έρνι πήρε το όπλο του
69
00:03:25,168 --> 00:03:28,418
και οι δυο τους
τον μετέφεραν στις γραμμές του τρένου.
70
00:03:28,418 --> 00:03:30,459
Ο Πίτερ Γουότσον δεν έβγαζε άχνα.
71
00:03:30,459 --> 00:03:33,459
Ό,τι κι αν σχεδίαζαν,
δεν θα ωφελούσε αν μιλούσε.
72
00:03:33,459 --> 00:03:35,251
Τον έσυραν μέχρι το ανάχωμα
73
00:03:35,251 --> 00:03:37,293
και τον ξάπλωσαν πάνω στις ράγες.
74
00:03:37,293 --> 00:03:38,543
Αυτές τις ράγες.
75
00:03:40,418 --> 00:03:41,626
Αυτές εδώ τις ράγες.
76
00:03:41,626 --> 00:03:44,959
Σ' εμένα συνέβη, πάνε 27 χρόνια.
Είμαι ο Πίτερ Γουότσον.
77
00:03:46,209 --> 00:03:47,793
"Σπάγγο" είπε ο Έρνι.
78
00:03:51,876 --> 00:03:55,709
Όταν τέλειωσαν, ο Πίτερ ήταν αβοήθητος,
δεμένος σφιχτά στις ράγες.
79
00:03:55,709 --> 00:03:58,459
Μόνο κεφάλι και πόδια μπορούσε να σαλέψει.
80
00:03:58,459 --> 00:04:01,376
Τα αγόρια έκαναν λίγο πίσω,
να δουν το έργο τους.
81
00:04:01,376 --> 00:04:03,376
"Σένια δουλειά", είπε ο Έρνι.
82
00:04:03,376 --> 00:04:06,334
"Είναι φόνος"
είπε το αγόρι από τις ράγες.
83
00:04:06,334 --> 00:04:08,459
"Όχι απαραίτητα" είπε ο Έρνι.
84
00:04:08,459 --> 00:04:10,376
"Ανάλογα με το κενό του τρένου.
85
00:04:10,376 --> 00:04:12,876
Με ίσιο το σώμα, μπορεί να τη γλιτώσεις".
86
00:04:14,709 --> 00:04:18,084
Σκαρφάλωσαν στο ανάχωμα
και κάθισαν πίσω από κάτι θάμνους.
87
00:04:18,084 --> 00:04:20,209
Ο Έρνι έβγαλε τσιγάρα. Κάπνισαν.
88
00:04:20,209 --> 00:04:22,459
Ο Πίτερ ήξερε πως δεν θα τον άφηναν.
89
00:04:22,459 --> 00:04:24,501
Ήταν επικίνδυνα παιδιά, θεότρελα.
90
00:04:24,501 --> 00:04:27,251
Επικίνδυνα, θεότρελα, ανόητα παιδιά.
91
00:04:27,251 --> 00:04:29,959
"Πρέπει να ηρεμήσω
και να σκεφτώ" μονολόγησε.
92
00:04:29,959 --> 00:04:32,084
Ασάλευτος, ζύγισε την κατάσταση.
93
00:04:32,084 --> 00:04:34,043
Πιο πολύ εξείχε η μύτη του.
94
00:04:34,043 --> 00:04:37,793
Υπολόγιζε πως η μύτη του
έφτανε 10 εκατοστά πάνω από τις ράγες.
95
00:04:37,793 --> 00:04:40,418
Ήταν πολύ;
Με τις ντιζελομηχανές, δεν ήξερε.
96
00:04:40,418 --> 00:04:43,584
Το κεφάλι ακουμπούσε σε χαλίκια
μεταξύ δύο στρωτήρων.
97
00:04:43,584 --> 00:04:45,501
Έπρεπε να τα βαθουλώσει λίγο.
98
00:04:46,001 --> 00:04:48,793
Άρχισε να στριφογυρνά το κεφάλι,
διώχνοντάς τα
99
00:04:48,793 --> 00:04:51,626
και δημιουργώντας σταδιακά
μια μικρή εσοχή.
100
00:04:51,626 --> 00:04:54,043
Υπολόγισε πως χαμήλωσε
το κεφάλι 5 εκατοστά.
101
00:04:54,043 --> 00:04:56,084
Θα ήταν αρκετό. Τα πόδια, όμως;
102
00:04:56,084 --> 00:04:59,043
Γύρισε τα πέλματα προς τα μέσα,
να χαμηλώσουν,
103
00:04:59,043 --> 00:05:00,959
και περίμενε το τρένο.
104
00:05:00,959 --> 00:05:04,584
Αναρωτήθηκε αν θα δημιουργούνταν
κενό αέρος κάτω από το τρένο
105
00:05:04,584 --> 00:05:07,626
που, ενώ έτρεχε, θα τον ρούφαγε
προς τα πάνω. Ίσως.
106
00:05:07,626 --> 00:05:12,043
Έπρεπε να επικεντρωθεί
στο να πιέσει όλο του το σώμα στο έδαφος.
107
00:05:12,043 --> 00:05:15,918
"Μη χαλαρώνεις. Σφιχτό σώμα,
τεντωμένο και κολλημένο στο έδαφος".
108
00:05:15,918 --> 00:05:18,126
Ο Πίτερ κοιτούσε τον λευκό ουρανό.
109
00:05:18,126 --> 00:05:21,168
Ένα μοναχικό σύννεφο προχωρούσε αργά.
110
00:05:21,168 --> 00:05:25,084
Ένα αεροπλάνο έσχισε το σύννεφο.
Ένα μονοπλάνο με κόκκινη άτρακτο.
111
00:05:25,084 --> 00:05:28,584
Ένα παλιό Piper Cub, λογικά.
Το κοίταζε ώσπου εξαφανίστηκε.
112
00:05:29,334 --> 00:05:30,418
Έπειτα, άξαφνα,
113
00:05:30,418 --> 00:05:34,459
άκουσε έναν παράξενο ήχο
κι ένιωσε μια δόνηση μέσα από τις ράγες.
114
00:05:34,459 --> 00:05:37,543
Ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος,
που μόλις ακουγόταν
115
00:05:37,543 --> 00:05:40,418
κι έμοιαζε να φτάνει από μακριά
μέσα από τις ράγες.
116
00:05:46,168 --> 00:05:48,918
Ο Πίτερ σήκωσε το κεφάλι
και κοίταξε τη γραμμή
117
00:05:48,918 --> 00:05:51,168
που απλωνόταν ένα μίλι μακριά.
118
00:05:51,168 --> 00:05:52,209
Είδε το τρένο.
119
00:05:52,209 --> 00:05:55,168
Πρώτα μια μαύρη κουκκίδα,
μα όσο κρατούσε όρθιο το κεφάλι
120
00:05:55,168 --> 00:05:56,793
η κουκκίδα ολοένα μεγάλωνε
121
00:05:56,793 --> 00:05:59,251
και έπαιρνε μορφή. Δεν ήταν πια κουκκίδα,
122
00:05:59,251 --> 00:06:02,543
μα το μεγάλο, τετράγωνο
πρόσθιο μέρος μιας ντιζελομηχανής.
123
00:06:02,543 --> 00:06:04,876
Έριξε πίσω το κεφάλι, το πίεσε δυνατά
124
00:06:04,876 --> 00:06:07,001
μέσα στην εσοχή στο χαλίκι
125
00:06:07,001 --> 00:06:08,543
και γύρισε τις πατούσες.
126
00:06:08,543 --> 00:06:11,584
Έκλεισε σφιχτά τα μάτια
και πίεσε το σώμα του κάτω.
127
00:06:11,584 --> 00:06:14,459
Το τρένο κατέφθασε με εκκωφαντικό θόρυβο.
128
00:06:14,459 --> 00:06:16,168
Σαν κρότος όπλου στο κεφάλι του.
129
00:06:16,168 --> 00:06:18,876
Ακολούθησε ένας δυνατός αέρας
σαν ουρλιαχτό,
130
00:06:18,876 --> 00:06:22,293
σαν τυφώνας που από τα ρουθούνια
έφτανε στους πνεύμονες.
131
00:06:22,293 --> 00:06:25,209
Ο θόρυβος ήταν συντριπτικός.
Ο αέρας τον έπνιγε.
132
00:06:25,209 --> 00:06:27,168
Ένιωσε σαν να τον τρώνε ζωντανό
133
00:06:27,168 --> 00:06:31,126
και να καταλήγει στο στομάχι
ενός φονικού τέρατος που ούρλιαζε.
134
00:06:31,126 --> 00:06:33,334
Μετά, τίποτα. Το τρένο είχε φύγει.
135
00:06:34,168 --> 00:06:36,501
Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τον ουρανό
136
00:06:36,501 --> 00:06:39,084
και το σύννεφο που ακόμα περιπλανιόταν.
137
00:06:39,084 --> 00:06:41,626
Όλα είχαν τελειώσει. Τα είχε καταφέρει.
138
00:06:48,168 --> 00:06:49,834
- "Λύσε τον".
- Είπε ο Έρνι.
139
00:06:49,834 --> 00:06:52,709
Ο Ρέιμοντ έκοψε τον σπάγγο από τις ράγες.
140
00:06:52,709 --> 00:06:55,126
"Λύσε τα πόδια, άσε τα χέρια δεμένα".
141
00:06:55,126 --> 00:06:57,501
Ο Ρέιμοντ τού έλυσε τους αστραγάλους.
142
00:06:57,501 --> 00:07:00,626
"Είσαι ακόμα αιχμάλωτος, φιλαράκο",
είπε ο Έρνι.
143
00:07:00,626 --> 00:07:04,668
Μέσα από το διπλανό χωράφι,
τα αγόρια οδήγησαν τον Πίτερ στη λίμνη.
144
00:07:04,668 --> 00:07:07,543
Οι καρποί του αιχμαλώτου
ήταν ακόμα δεμένοι.
145
00:07:07,543 --> 00:07:12,293
Ο Έρνι είχε το όπλο στο ελεύθερο χέρι
κι ο Ρέιμοντ κρατούσε τα κιάλια του Πίτερ.
146
00:07:16,084 --> 00:07:17,501
Η λίμνη ήταν στενόμακρη,
147
00:07:17,501 --> 00:07:19,793
με ψηλές ιτιές στις όχθες της.
148
00:07:19,793 --> 00:07:21,709
Στη μέση, το νερό ήταν διαυγές.
149
00:07:21,709 --> 00:07:24,251
Προς την όχθη, ήταν ένα δάσος από βούρλα.
150
00:07:24,251 --> 00:07:27,168
"Και τώρα προτείνω το εξής" είπε ο Έρνι.
151
00:07:27,168 --> 00:07:29,043
"Πιάσε τα χέρια, εγώ τα πόδια,
152
00:07:29,043 --> 00:07:33,168
και τον πετάμε όσο πιο μακριά μπορούμε
πάνω από τις καλαμιές".
153
00:07:33,168 --> 00:07:35,751
"Κοίτα!" τον διέκοψε ο Ρέιμοντ.
"Πάνω του!"
154
00:07:35,751 --> 00:07:37,793
Ο Πίτερ γύρισε. Τον είδε αμέσως.
155
00:07:37,793 --> 00:07:40,834
Σε μια φωλιά, φτιαγμένη
από έναν πελώριο σωρό από καλάμια,
156
00:07:40,834 --> 00:07:43,043
εξήντα πόντους από την επιφάνεια,
157
00:07:43,043 --> 00:07:47,334
ένας υπέροχος λευκός κύκνος,
γαλήνιος, σαν άλλη Κυρά της Λίμνης.
158
00:07:47,334 --> 00:07:50,834
Έστρεψε το κεφάλι προς τα αγόρια,
επιφυλακτική, θορυβημένη.
159
00:07:50,834 --> 00:07:53,543
"Κοίτα ομορφιά!" αναφώνησε ο Ρέιμοντ.
160
00:07:53,543 --> 00:07:56,834
Ο Έρνι άφησε το χέρι του αιχμαλώτου
και σήκωσε το όπλο.
161
00:07:56,834 --> 00:08:00,418
"Εδώ είναι... Είναι καταφύγιο πουλιών"
ψέλλισε ο Πίτερ.
162
00:08:00,418 --> 00:08:02,543
"Τι πράγμα;" ρώτησε ο Έρνι.
163
00:08:02,543 --> 00:08:05,584
Ο Πίτερ ένιωσε την οργή
να φουντώνει μέσα του.
164
00:08:05,584 --> 00:08:07,543
Προσπάθησε να μείνει ήρεμος.
165
00:08:07,543 --> 00:08:11,668
"Είναι το πιο προστατευόμενο είδος,
και δεν πυροβολείς πουλί στη φωλιά του.
166
00:08:11,668 --> 00:08:13,209
Ίσως έχει μωρά.
167
00:08:13,209 --> 00:08:16,376
Μην το κάνεις. Σε παρακαλώ.
Μη, σε ικετεύω! Σταμάτα!"
168
00:08:18,209 --> 00:08:20,376
Η σφαίρα βρήκε
το όμορφο κεφάλι του πουλιού,
169
00:08:20,376 --> 00:08:23,668
κι ο μακρύς λαιμός της
κύλησε αργά στο πλάι της φωλιάς.
170
00:08:33,918 --> 00:08:34,751
Άνοιξε.
171
00:08:47,751 --> 00:08:50,126
"Λύσε τον. Θα τον κάνουμε κυνηγόσκυλο".
172
00:08:50,126 --> 00:08:53,084
Ο Ρέιμοντ έκοψε τον σπάγγο
από τους καρπούς του.
173
00:08:53,084 --> 00:08:54,251
"Τράβα φέρ' τον!"
174
00:08:54,251 --> 00:08:55,543
"Αρνούμαι", είπα.
175
00:08:56,376 --> 00:08:59,501
Ο Έρνι χτύπησε τον Πίτερ
στο πρόσωπο με την παλάμη.
176
00:08:59,501 --> 00:09:02,168
Ένα ρυάκι αίμα έτρεξε από το ρουθούνι του.
177
00:09:02,168 --> 00:09:05,834
"Πες όχι άλλη μια φορά
και σου υπόσχομαι ένα πράγμα:
178
00:09:05,834 --> 00:09:08,751
θα σου σπάσω
τα κάτασπρα μπροστινά σου δόντια,
179
00:09:08,751 --> 00:09:10,876
πάνω και κάτω. Με κατάλαβες;"
180
00:09:10,876 --> 00:09:11,918
Ο Πίτερ σιωπούσε.
181
00:09:11,918 --> 00:09:14,209
"Μίλα!" γάβγισε ο Έρνι. "Κατάλαβες;"
182
00:09:14,209 --> 00:09:16,709
"Ναι" είπε σιγανά ο Γουότσον. "Κατάλαβα".
183
00:09:17,834 --> 00:09:19,668
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του
184
00:09:19,668 --> 00:09:22,043
καθώς κατέβαινε την όχθη
κι έμπαινε στο νερό.
185
00:09:22,043 --> 00:09:25,751
Έφτασε στον νεκρό κύκνο
και τη σήκωσε τρυφερά με τα δυο χέρια.
186
00:09:25,751 --> 00:09:29,293
Από κάτω βρήκε δυο κυκνάκια,
καλυμμένα με γκρίζο χνούδι,
187
00:09:29,293 --> 00:09:31,668
κουλουριασμένα στο κέντρο της φωλιάς.
188
00:09:31,668 --> 00:09:34,001
"Αβγά;" φώναξε ο Έρνι από την όχθη.
189
00:09:38,668 --> 00:09:41,043
"Όχι" απάντησε ο Πίτερ. "Τίποτα".
190
00:09:46,376 --> 00:09:48,918
Μετέφερε τον νεκρό κύκνο στην όχθη.
191
00:09:48,918 --> 00:09:52,793
Τον απίθωσε απαλά στο έδαφος,
σηκώθηκε και κοίταξε τους άλλους.
192
00:09:52,793 --> 00:09:56,084
Τα μάτια του, δακρυσμένα ακόμη,
άστραφταν από οργή.
193
00:09:56,084 --> 00:09:58,584
"Εσείς έπρεπε να είχατε πεθάνει" είπε.
194
00:09:58,584 --> 00:10:02,084
Ο Έρνι φάνηκε να ξαφνιάζεται λίγο,
αλλά συνήλθε ταχύτατα.
195
00:10:02,084 --> 00:10:05,251
Μια δυσοίωνη σπίθα
χόρεψε στα μικρά μαύρα μάτια του.
196
00:10:07,543 --> 00:10:09,043
"Το μαχαίρι, Ρέιμοντ".
197
00:10:11,876 --> 00:10:14,584
Στην ένωση της φτερούγας με το σώμα
υπάρχει μια άρθρωση.
198
00:10:14,584 --> 00:10:18,376
Ο Έρνι γλίστρησε μέσα της το μαχαίρι
κι έκοψε τον τένοντα.
199
00:10:18,376 --> 00:10:19,918
Το μαχαίρι ήταν κοφτερό
200
00:10:19,918 --> 00:10:22,376
και σύντομα η φτερούγα αφαιρέθηκε όλη.
201
00:10:22,376 --> 00:10:25,001
Ο Έρνι γύρισε τον κύκνο
κι έκοψε και την άλλη.
202
00:10:25,001 --> 00:10:27,918
"Σπάγγο" είπε
κι άπλωσε το χέρι προς τον Ρέιμοντ.
203
00:10:30,376 --> 00:10:32,584
Έκοψε οκτώ κομμάτια των 90 εκατοστών
204
00:10:32,584 --> 00:10:36,043
και τα έδεσε κατά μήκος
του πάνω μέρους της φτερούγας.
205
00:10:36,043 --> 00:10:37,376
"Άπλωσε τα χέρια".
206
00:10:40,543 --> 00:10:44,751
Ο Πίτερ στεκόταν στον ήλιο πλάι στη λίμνη
αυτό το όμορφο πρωινό του Μάη,
207
00:10:44,751 --> 00:10:49,543
με τις άψυχες, ελαφρά ματωμένες φτερούγες
να κρέμονται άχαρα από τις δυο μεριές.
208
00:10:49,543 --> 00:10:52,668
Ο Έρνι χτύπησε παλαμάκια
και χόρεψε στο γρασίδι.
209
00:10:59,668 --> 00:11:01,918
"Τελείωσες;" ρώτησε ο Πίτερ Γουότσον.
210
00:11:01,918 --> 00:11:04,543
"Οι κύκνοι δεν μιλάνε" είπε ο Έρνι.
211
00:11:04,543 --> 00:11:08,626
Περπάτησαν κατά μήκος της όχθης
ώσπου έφτασαν σε μια ψηλή ιτιά.
212
00:11:08,626 --> 00:11:10,834
Τα κλαδιά κρέμονταν από μεγάλο ύψος,
213
00:11:10,834 --> 00:11:13,376
σχεδόν άγγιζαν την επιφάνεια της λίμνης.
214
00:11:14,334 --> 00:11:15,751
"Και τώρα, κύριε Κύκνε,
215
00:11:15,751 --> 00:11:18,001
θα σκαρφαλώσεις στην κορυφή,
216
00:11:18,001 --> 00:11:20,376
θα ανοίξεις τα φτερά και θα πετάξεις!"
217
00:11:20,376 --> 00:11:22,293
"Φοβερό!" κραύγασε ο Ρέιμοντ.
218
00:11:22,293 --> 00:11:23,793
Η σκέψη να βρεθεί ψηλά,
219
00:11:23,793 --> 00:11:26,918
μακριά από αυτούς τους βάρβαρους,
άρεσε στον Πίτερ.
220
00:11:26,918 --> 00:11:29,084
Δεν σκόπευε να το κουνήσει από κει.
221
00:11:29,084 --> 00:11:31,668
Δεν θα έκαναν
τον κόπο να τον ακολουθήσουν.
222
00:11:31,668 --> 00:11:36,376
Αν το έκαναν, θα σκαρφάλωνε σε ένα κλαδί
που δεν θα σήκωνε το βάρος δύο ανθρώπων.
223
00:11:36,376 --> 00:11:40,334
Ήταν αρκετά εύκολο να σκαρφαλώσει,
με χαμηλά κλαδιά για να πατήσει.
224
00:11:40,334 --> 00:11:42,334
"Πιο ψηλά!" φώναξε ο Έρνι. "Μπρος!"
225
00:11:42,334 --> 00:11:45,584
Ο Πίτερ έφτασε σε ένα σημείο
όπου δεν ανέβαινε άλλο.
226
00:11:45,584 --> 00:11:48,626
Στεκόταν σε ένα κλαδί
παχύ σαν καρπός χεριού,
227
00:11:48,626 --> 00:11:51,209
που απλωνόταν μακριά
πάνω από τη λίμνη
228
00:11:51,209 --> 00:11:53,126
και στην άκρη χαμήλωνε με χάρη.
229
00:11:53,126 --> 00:11:55,126
Στάθηκε να ξεκουραστεί.
230
00:11:55,126 --> 00:11:58,751
Ήταν πολύ ψηλά, τουλάχιστον 15 μέτρα.
Δεν έβλεπε τους άλλους.
231
00:11:58,751 --> 00:12:01,293
Δεν στέκονταν πια στη βάση του δέντρου.
232
00:12:01,293 --> 00:12:02,626
"Άκου προσεκτικά!"
233
00:12:02,626 --> 00:12:04,668
Είχαν απομακρυνθεί από το δέντρο,
234
00:12:04,668 --> 00:12:08,043
σε σημείο από όπου έβλεπαν καθαρά
το αγόρι στην κορυφή.
235
00:12:08,043 --> 00:12:09,376
Κοιτάζοντάς κάτω,
236
00:12:09,376 --> 00:12:11,626
ο Πίτερ συνειδητοποίησε
πόσο αραιά και λεπτά
237
00:12:11,626 --> 00:12:13,376
ήταν τα φύλλα μιας ιτιάς.
238
00:12:13,376 --> 00:12:15,334
Ελάχιστη κάλυψη του πρόσφεραν.
239
00:12:15,334 --> 00:12:17,376
"Άρχισε να περπατάς στο κλαδί.
240
00:12:17,376 --> 00:12:21,334
Προχώρα μέχρι να φτάσεις
πάνω από τα λασπόνερα κι έπειτα πέτα!"
241
00:12:21,334 --> 00:12:23,251
Ο Γουότσον έμεινε ασάλευτος.
242
00:12:23,251 --> 00:12:26,293
Συνέχισε να κοιτά
τις μακρινές φιγούρες στο χωράφι.
243
00:12:26,293 --> 00:12:28,709
Στέκονταν ακίνητοι και τον κοιτούσαν.
244
00:12:28,709 --> 00:12:30,001
"Θα μετρήσω ως το δέκα.
245
00:12:30,001 --> 00:12:33,793
Αν δεν απλώσεις τα φτερά σου να πετάξεις,
θα σου ρίξω.
246
00:12:33,793 --> 00:12:36,334
Θα 'χω σκοτώσει δύο κύκνους σήμερα.
247
00:12:36,334 --> 00:12:37,793
Ξεκινάμε.
248
00:12:37,793 --> 00:12:43,584
Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι!"
249
00:12:43,584 --> 00:12:48,043
Ο Γουότσον παρέμεινε ακίνητος.
Για κανέναν λόγο δεν θα μετακινούνταν.
250
00:12:48,043 --> 00:12:51,626
"Εφτά, οκτώ, εννιά, δέκα!"
251
00:12:51,626 --> 00:12:53,959
Ο Πίτερ είδε το όπλο να παίρνει θέση.
252
00:12:53,959 --> 00:12:55,543
Το είδε να τον σημαδεύει.
253
00:12:55,543 --> 00:12:56,876
Άκουσε τον κρότο
254
00:12:56,876 --> 00:12:59,876
και τη σφαίρα να σφυρίζει
δίπλα από το κεφάλι του.
255
00:13:03,376 --> 00:13:05,209
Ήταν τρομακτικό, μα δεν σάλεψε.
256
00:13:05,209 --> 00:13:07,543
Είδε τον Έρνι να ξαναγεμίζει.
257
00:13:07,543 --> 00:13:10,751
"Τελευταία ευκαιρία" φώναξε.
"Την επόμενη θα τη φας!"
258
00:13:10,751 --> 00:13:11,668
Ο Πίτερ περίμενε.
259
00:13:11,668 --> 00:13:15,959
Τον έβλεπε μέσα στις νεραγκούλες,
πέρα στο λιβάδι, δίπλα στο άλλο αγόρι.
260
00:13:15,959 --> 00:13:18,168
Το όπλο ανέβηκε ξανά στον ώμο.
261
00:13:18,168 --> 00:13:21,626
Άκουσε τον ήχο της σφαίρας
ενώ καρφωνόταν στον μηρό του.
262
00:13:21,626 --> 00:13:24,334
Δεν ένιωσε πόνο,
μα η ορμή της ήταν σαρωτική.
263
00:13:24,334 --> 00:13:27,126
Σαν να τον είχαν χτυπήσει με βαριοπούλα,
264
00:13:27,126 --> 00:13:30,126
κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του.
265
00:13:30,126 --> 00:13:32,168
Πάσχισε να κρατηθεί με τα χέρια.
266
00:13:32,168 --> 00:13:35,459
Το μικρό κλαδί από όπου κρατιόταν
λύγισε και τσάκισε.
267
00:13:44,626 --> 00:13:46,751
Κάποιοι άνθρωποι που έχουν υποφέρει
268
00:13:46,751 --> 00:13:49,084
και πιεστεί πέρα από τα όριά τους,
269
00:13:49,084 --> 00:13:51,709
απλά γονατίζουν,
καταρρέουν και τα παρατάνε.
270
00:13:51,709 --> 00:13:53,918
Άλλοι, ωστόσο, αν και λιγοστοί,
271
00:13:53,918 --> 00:13:57,168
για κάποιον λόγο παραμένουν αλύγιστοι.
272
00:13:57,668 --> 00:14:00,918
Τους συναντάς σε καιρό πολέμου
μα και σε καιρό ειρήνης.
273
00:14:00,918 --> 00:14:03,043
Έχουν αδάμαστο πνεύμα
274
00:14:03,043 --> 00:14:06,668
και τίποτα, ούτε πόνος, ούτε μαρτύριο,
ούτε η απειλή του θανάτου
275
00:14:06,668 --> 00:14:08,543
δεν τους κάνει να υποχωρήσουν.
276
00:14:09,043 --> 00:14:11,668
Ο μικρός Γουότσον ήταν ένας από αυτούς.
277
00:14:11,668 --> 00:14:16,084
Ενώ πάλευε με νύχια και δόντια
να μην πέσει από την κορυφή του δέντρου,
278
00:14:16,084 --> 00:14:19,459
ξαφνικά συνειδητοποίησε πως θα νικούσε.
279
00:14:20,043 --> 00:14:23,209
Σήκωσε τα μάτια κι είδε ένα φως
πάνω από τα νερά της λίμνης,
280
00:14:23,209 --> 00:14:27,876
που η λάμψη κι η ομορφιά του
τον καθήλωσαν.
281
00:14:27,876 --> 00:14:31,209
Το φως τού έγνεφε, τον έλκυε κοντά του,
282
00:14:31,209 --> 00:14:35,418
κι εκείνος βούτηξε προς το μέρος του
και άπλωσε τις φτερούγες του.
283
00:14:37,001 --> 00:14:39,918
Τρεις άνθρωποι
ανέφεραν ότι είδαν έναν λευκό κύκνο
284
00:14:39,918 --> 00:14:42,126
να κάνει κύκλους πάνω από το χωριό:
285
00:14:42,126 --> 00:14:43,376
ένας δάσκαλος,
286
00:14:43,376 --> 00:14:46,084
ένας άντρας που άλλαζε
κεραμίδια σε μια στέγη
287
00:14:46,084 --> 00:14:48,501
κι ένα αγόρι που έπαιζε σε ένα χωράφι.
288
00:14:48,501 --> 00:14:51,584
Η κυρία Γουότσον,
που έπλενε πιάτα στον νεροχύτη,
289
00:14:51,584 --> 00:14:54,834
έτυχε να κοιτά από το παράθυρο
ακριβώς τη στιγμή
290
00:14:54,834 --> 00:14:57,293
που κάτι μεγάλο και λευκό έπεσε με ορμή
291
00:14:57,293 --> 00:14:59,501
στο γρασίδι του κήπου της.
292
00:15:00,043 --> 00:15:01,709
Βγήκε τρέχοντας έξω.
293
00:15:01,709 --> 00:15:03,001
Έπεσε στα γόνατα
294
00:15:03,001 --> 00:15:05,876
πλάι στην τσακισμένη φιγούρα
του μοναχογιού της.
295
00:15:06,584 --> 00:15:08,251
"Γλυκέ μου!" φώναξε.
296
00:15:08,251 --> 00:15:09,668
"Γλυκό μου αγόρι!
297
00:15:11,876 --> 00:15:13,126
Τι σου συνέβη;"
298
00:15:17,334 --> 00:15:22,251
Ο ΚΥΚΝΟΣ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΑΛΗΘΙΝΟ ΓΕΓΟΝΟΣ,
ΟΠΩΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΕ ΑΡΘΡΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ
299
00:15:22,251 --> 00:15:25,001
ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΕΝΕ
ΣΤΟ "ΒΙΒΛΙΟ ΙΔΕΩΝ" ΤΟΥ ΓΙΑ 30 ΧΡΟΝΙΑ.
300
00:15:25,001 --> 00:15:27,251
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1976.
301
00:16:30,334 --> 00:16:33,251
Υποτιτλισμός: Ειρήνη Παπαδάκη